Ο λαός αν δεν ξυπνήσει, κανένα μάτι δεν θα βγει από τον ουρανό και θα σου πει, χαίρω πολύ Θεός.....

Παρασκευή 31 Μαΐου 2024

ΠΡΟΣ ΓΝΩΣΗ ΚΑΙ ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΗ





ΛΙΓΟΥΣ ΜΗΝΕΣ ΠΡΟΤΟΥ ΦΥΓΕΙ Ο ΙΩΑΝΝΗΣ ΕΝ ΧΡΙΣΤΩ ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΤΩΝ ΠΕΝΗΤΩΝ ΕΙΧΕ ΠΕΙ ΣΕ ΜΙΑ ΚΥΡΙΑ ΣΤΗΝ ΚΕΡΑΤΕΑ ΕΠΙ ΛΕΞΗ:

"ΘΑ ΜΕ ΠΑΡΕΙ Η ΠΑΝΑΓΙΑ ΓΙΑ ΝΑ ΜΗΝ ΔΩ ΑΥΤΑ ΠΟΥ ΘΑ ΠΑΘΕΤΕ"


ΤΟ ΛΕΧΘΕΝ ΕΙΝΑΙ ΠΡΟΣ ΓΝΩΣΗ ΚΑΙ ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΗ




 

Τετάρτη 20 Ιουλίου 2022

ΟΙ ΠΑΡΑΝΟΜΕΣ ΚΑΙ ΚΑΤΑΧΡΗΣΤΙΚΕΣ ΜΠΙΖΝΕΣ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ ΠΕΤΡΑΚΗ ΚΑΙ ΠΕΝΤΕΛΗΣ


 

ΤΟ ΑΡΘΡΟ (ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ) ΕΙΝΑΙ ΜΕΓΑΛΟ, ΑΛΛΑ ΠΟΛΥ ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΙΚΟ!!!!



Γράφει ο

Ελευθέριος Φραγκιουδάκης
Πρώην Γενικός Δ/ντής Δασών Υπουργείου Γεωργίας

****


Αυτοί που ενώ υποτίθεται ότι εγκατέλειψαν τα εγκόσμια, ασχολήθηκαν διαχρονικά με πωλήσεις δασών και καθόρισαν εν πολλοίς τη χωροθέτηση χρήσεων γής στην Αττική. Η συμμετοχή των τριών εξουσιών (Νομοθετικής-Εκτελεστικής-Δικαστικής) στη δράση τους.


Το έτος 1834, λίγο μετά την απελευθέρωση από τον Τουρκικό ζυγό και την ίδρυση του Νεοελληνικού Κράτους, υπήρχαν στην Αττική δύο Μοναστήρια, που δεν διαλύθηκαν επί Βασιλέως Όθωνος, λόγω του ότι πράγματι διέθεταν δύναμη άνω των έξι (6) μοναχών. Ήταν η Ι. Μονή Ασωμάτων (επονομαζόμενη και Πετράκη) και η Ι. Μονή Κοιμήσεως της Θεοτόκου (επονομαζόμενη και Πεντέλης). Όσες Ι. Μονές, διέθεταν δύναμη κάτω των έξι (6) μοναχών, διαλύθηκαν και τα οποιαδήποτε περιουσιακά στοιχεία που διαχειριζόντουσαν στο παρελθόν, περιήλθαν στη διαχείριση του Παλαιού Εκκλησιαστικού Ταμείου, το οποίο διαχειριζόταν (τα περιουσιακά στοιχεία) μέχρι το έτος 1841.


Εκείνη περίπου την περίοδο (1834), ελήφθησαν και τα οριστικά μέτρα από μέρους του νεοσύστατου Ελληνικού Κράτους, όσον αφορά στην αναγνώριση δικαιωμάτων σε τρίτους, που πρόβαλαν αξιώσεις σε βοσκοτόπους και δάση. Τα δύο βασικά νομοθετήματα που εκδόθηκαν την εποχή εκείνη αφορούσαν τόσο στους βοσκήσιμους τόπους όσο και στα δάση, ήτοι το υπ. αρ. 3/15 Δεκεμβρίου 1833 Βασιλικό Διάταγμα «Προσδιορισμός του φόρου της βοσκής και του δια τα Εθνικοϊδιόκτητα λιβάδια εγγείου φόρου…» (ΦΕΚ 40/1833) και το υπ. αρ. 17/29 Νοεμβρίου 1836 Β. Δ/γμα «περί ιδιωτικών Δασών». Σημειώνεται ότι στα εν λόγω διατάγματα δεν γινόταν ειδική διάκριση για τα μοναστήρια αλλά αντιθέτως, όσον αφορά τα δάση γινόταν και ειδική μνεία. Τα Διατάγματα λοιπόν αυτά, αποτέλεσαν έκτοτε αψευδείς μάρτυρες, ότι η Πολιτεία θεώρησε ευθύς εξ αρχής, ότι οι Ι. Μονές της ελεύθερης Ελλάδας, σε περίπτωση που προέβαλαν αξιώσεις σε βοσκοτόπους και δάση, όφειλαν να προσκομίσουν επίσημα Τουρκικά έγγραφα (ταπιά) με τα οποία να αποδείκνυαν εκχώρηση προς αυτές, της αποκλειστικής οιονεί νομής επικαρπίας τους, από το επίσημο Τουρκικό Κράτος, σε αυτού του είδους τις εκτάσεις.


Συγκεκριμένα με το υπ. αρ. 3/15 Δεκεμβρίου 1833 Βασιλικό Διάταγμα «Προσδιορισμός του φόρου της βοσκής και του δια τα Εθνικοϊδιόκτητα λιβάδια εγγείου φόρου…» (ΦΕΚ 40/1833), ακόμα και στις περιπτώσεις προσκομίσεως ταπίου με το οποίο τους είχε εκχωρηθεί επί Οθωμανικής κυριαρχίας αποκλειστικό δικαίωμα εξουσίασης βοσκοτόπου, θα τους διδόταν και από το Νεοσύστατο Ελληνικό Κράτος, αυτό το αποκλειστικό δικαίωμα βοσκής, η δε γή του βοσκότοπου θα είχε καταγραφεί ως Εθνική (Βλ. άρθρο 1: «Όλα τα λιβάδια, για την επικαρπίαν των οποίων δεν έχει τις να παρουσιάση έγγραφον (ταπί) εκδοθέν επί Τουρκικής εξουσίας, θεωρούνται ως δημόσια και η νομή αυτών μένει ως και μέχρι τούδε εις το δημόσιον» και άρθρο2: «Τα λιβάδια, των οποίων η επικαρπία είχε δοθεί εκ μέρους της Οθωμανικής εξουσίας είστινα ιδιώτη δια ταπίου, και τα οποία νέμεται είτε αυτός, είτε άλλος τις, εις τον οποίον εδύνατον να παραχωρήση το της επικαρπίας δικαίωμα κατά τους Τουρκικούς νόμους, μένουσι και εις το εξής εις τον νόμιμονεπικαρπωτήν με δικαίωμα εμφυτευτικής επικαρπίας υπό το όνομα εθνικοϊδιόκτητα»).


Για τα δάση επίσης, είχε γίνει ειδική διατύπωση στο σχετικό υπ. αρ. 17/29 Νοεμβρίου 1836 Β. Δ/γμα όσον αφορά στις αξιώσεις Μοναστηριών (βλ. Άρθρο 2, Aξιώσεις Δήμων και Μοναστηρίων περί της ιδιοκτησίας δάσους, θεμελιούμεναι μόνον εις πολυχρόνιον και αδιάλειπτον δικαίωμα ελευθέρας ξυλεύσεως, προερχόμεναι από την ανέκαθεν αμελημένην διοίκησιν των δασών, και, επομένως, μη στηριζόμεναι εις νομικά έγγραφα, χαρακτηρίζοντα ρητώς την ιδιοκτησίαν τους, δεν εμπορούν να αναγνωρισθώσιν ούτε εμπορούν τα διϊσχυριζόμενα αυτά δικαιώματα να γένωσι παραδεκτά ως τίτλος ιδιοκτησίας, μάλιστα θεωρούνται τα δάση αυτά αναντιρρήτως ως Δημόσια. Αλλ’ εάν υπήρχον έγγραφα αποδεικνείοντα τώ όντι την ιδιοκτησίαν ενός τοιούτου δάσους και εχάθησαν εκ περιστάσεως, τότε εμπορεί να φέρη εν τώ μέσω την περί τούτου απόδειξιν ο απαιτών αυτό Δήμος, ή το Μοναστήριον, αλλά μόνον κατά το άρθρον 390 της Πολιτικής Δικονομίας.)

Αμφότερα τα παραπάνω διατηρηθέντα Μοναστήρια, δεν προκύπτει να εγκαταστάθηκαν ποτέ (από το Δημόσιο) σε εκτάσεις βοσκοτόπων της Αττικής, ως επί Εθνοκοϊδιοκτήτων βοσκοτόπων.


Επίσης, εμμέσως προκύπτει ότι είχαν υποβάλλει σχετικά αιτήματα στην επί των διαφιλονικουμένων εξεταστικήν των Δασών Επιτροπήν, στα πλαίσια του υπ. αρ. 17/29 Νοεμβρίου 1836 Β. Δ/τος περί Ιδιωτικών Δασών, αξιούντα δικαιώματα επί Δασών της Αττικής, πλην όμως καμία θετική γνωμοδότηση για αναγνώριση δασών δεν προκύπτει να εκδόθηκε, μέχρι το έτος 1855, ότε και διαλύθηκε η Επιτροπή αυτή. Σημειωτέον ότι όταν η Επιτροπή διαλύθηκε είχε περαιώσει όλο το έργο που της είχε ανατεθεί.


Συνεπώς, επίσημα, κανένα δάσος του Πεντελικού ή αλλαχού, δεν προκύπτει να αναγνωρίσθηκε μέσω της Επιτροπής αυτής από το Κράτος στις Μονές αυτές.

Και όμως, τα ερείσματα τα έδωσε με διάφορες ενέργειες, παραλήψεις και καταχρηστικές συμπεριφορές, το ίδιο το Κράτος αφού με την ανοχή του, αμφότερες οι Ι. Μονές φέρονταν ότι δήθεν εξουσίαζαν βοσκοτόπους και δάση αλλά και να πωλούν δάση της Αττικής από του έτους 1884 και εντεύθεν.


Η πλήρης περιγραφή όμως των παραλήψεων του Δημοσίου, δεν είναι του παρόντος. Θα καταγραφούν όμως βασικές παραλήψεις εκείνης της περιόδου, από μέρους του τότε νεοσύστατου Κράτους που έπαιξαν σημαντικό ρόλο στα όσα επακολούθησαν.


Τα αιτήματα αναγνωρίσεως δασών που φέρονται (δυνάμει κάποιων εγγράφων) να υπέβαλλαν οι δύο αυτές Ι. Μονές, στα πλαίσια του υπ. αρ. 17/29 Νοεμβρίου 1836 Β. Δ/τος, δεν εμφανίσθηκαν ποτέ στο προσκήνιο ώστε να μπορεί η Διοίκηση εκ του περιεχομένου τους να εξάγει σχετικά συμπεράσματα, δηλ. σε ποια ακριβώς Δάση αξίωναν δικαιώματα, με ποιά όρια και βάσει ποίων στοιχείων (ταπίων).

Συγκεκριμένα, ύστερα από σχετική αναφορά που υποβλήθηκε από τον νέο αρχειοφύλακα που παρέλαβε το αρχείο της επί των διαφιλονικουμένων Δασών εξεταστικής Επιτροπής (όταν αυτή διαλύθηκε από τον προκάτοχο αρχειοφύλακα), προκύπτει ότι τρείς φάκελοι που είχαν υποβληθεί και αφορούσαν αιτήματα αναγνωρίσεως Δασών της Ι. Μ. Πετράκη και της Ελευσίνας (προφανώς του Δήμου), είχαν χαθεί. Γι’ αυτό είχε κατηγορηθεί ο προκάτοχος αρχειοφύλακας επί των ημερών του οποίου και χάθηκαν. Ο νέος αρχειοφύλακας, περιγράφει, πώς φυλλομετρώντας κάποιους φακέλους, βρήκε αυτούς τους φακέλους που είχαν χαθεί. Οι φάκελοι όμως βρέθηκαν αφού η επί των διαφιλονικουμένων Δασών Επιτροπή, είχε πλέον διαλυθεί με Β. Δ/γμα!!!


Όσον αφορά επίσης την Ι. Μονή Πεντέλης, η πληροφορία ότι είχε υποβάλλει σχετικό αίτημα αναγνωρίσεων Δασών ως ιδιωτικών, αντλήθηκε από το περιεχόμενο του υπ. αριθ. 418/8.02.1839 εγγράφου του τότε Διοικητού Αττικής που απευθυνόταν προς το Συμβούλιο της Μονής Πεντέλης. Το περίεργο είναι, ότι το έγγραφο αυτό κυκλοφορεί ως «αντίγραφον απαράλλακτον τω πρωτοτύπω» που το επιβεβαιώνει και σφραγίζει κατά περιεχόμενο το Συμβούλιο της Διατηρουμένης Ιεράς Μονής Πεντέλης!!!


Το αντίγραφο αυτό, έχει αυτούσιο ως κάτωθι:

Αριθ. Πρωτ. 418

Βασίλειον της Ελλάδος


Ο Διοικητής Αττικής

Προς το Συμβούλιον της Διατηρουμένης Μονής Πεντέλης

Σας γνωστοποιούμεν, κατά Διαταγήν υπ’ αρίθ. 25038 της επί των Εκκλησιαστικών κ.λ.π. Γραμματείας, εις απάντησιν της προς αυτήν από 20 του παρελθόντος μηνός και έτους αναφοράς σας, ότι κατ’ αίτησιν της επί των Οικονομικών Γραμματείας της Επικρατείας, διάταξε τον Δασονόμον Αττικής, μέχρι της αποπερατώσεως της περί διαφιλονικουμένων Δασών υποθέσεως να θεωρεί τα υπό της Μονής Πεντέλης αντιποιούμενα δάση ως υπαγόμενα εις τους τελευταίους τρείς στίχους του άρθρου 9 του από 4/16 Δεκεμβρίου 1836 Β. Διατάγματος, τουτέστι ως ιδιωτικά υποκείμενα εις φόρον επί της υλοτομουμένης ξυλείας. Να ενεργεί δε προσέτι τα δέοντα κατά τους ορισμούς της παραγράφου 6 του αυτού Β. Διατάγματος, τουτέστι να δίδει τακτικής της ξυλεύσεως άδειαν εις μόνους εκείνους όσοι ήθελον του παρουσιάσει την άδειαν του ιδιοκτήτου τουτέστι της Μονής Πεντέλης.

Εν τοσούτω όμως το Συμβούλιον οφείλει να προσέξει ότι κατά τον ειρημένον Νόμον, εάν δι’ ανάγκας αναποφεύκτους της Μονής ήθελε λάβει χρείαν να υλοτομήσει ή να ξυλευθεί εις τα ίδια δάση, χρεωστεί να ειδοποιήσει επίσης τον Δασονόμον.

Ο Διοικητής

(Τ.Σ) Κων. Αξιώτης


Ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται (από το έγγραφο αυτό) ότι δεν μπορεί κανείς να πληροφορηθεί, ούτε για ποιά δάση επρόκειτο, ούτε με ποια όρια, ούτε ποιος έκρινε και βάσει ποίων στοιχείων, ότι όταν υποβλήθηκε το αίτημα αναγνωρίσεως Δασών ως ιδιωτικών (αν τελικά υπάρχουν και άλλα στοιχεία, αποδεικνύοντα ότι πράγματι υποβλήθηκε), ότι η Ι.Μονή Πεντέλης ήταν στην διακατοχή των δασών αυτών, ήτοι καρπωνόταν εκείνα τα δάση. Πιθανολογείται σφόδρα, ότι τα αιτήματα που υπέβαλλαν οι Μονές αυτές, ήταν άνευ αντικειμένου (απαράδεκτα), διότι δεν συνοδευόταν από επίσημα Τουρκικά έγγραφα. Αυτό συμπεραίνεται από σχετική δηλοποίηση της επί των Οικονομικών Γραμματείας, η οποία ως τελικός αποδέκτης των υποβληθέντων, σύμφωνα με το προαναφερθέν Β. Δ/γμα της 17/29 Νοεμβρίου 1836, αιτημάτων και ως αρμόδια να τα εξετάσει, διαπίστωσε ότι τα περισσότερα είχαν υποβληθεί χωρίς να συνοδεύονται με επίσημους Τουρκικούς τίτλους (ταπιά) που όριζε το άρθρο 3 του Β. Διατάγματος. Η δηλοποίηση αυτή, έχει κατά περιεχόμενο ως κάτωθι:


ΠΡΟΣΚΛΗΣΙΣ

Η επί των διαφιλονικουμένων δασών εξεταστική επιτροπή προσκαλεί όλους ,όσοι έχοντες απαιτήσεις περί δασών, επαρουσίασαν, κατά τον περί ιδιωτικών δασών από 17/29 Νοεμβρίου 1836 Νόμον, αντίγραφα ή μεταφράσεις μόνον των τίτλων της ιδιοκτησίας των εις την Γραμματείαν των Οικονομικών, να παρουσιάσωσιν εντός τριάκοντα ημερών από της δια της εφημερίδος της Κυβερνήσεως δημοσιεύσεως της παρούσης απ’ ευθείας προς την Επιτροπήν, ή προς την επί των Οικονομικών Γραμματείαν τα πρωτότυπα των δικαιογράφων των είτε Τουρκικών, είτε, Ελληνικών, δια να εξετασθή η γνησιότης των δια των επί τούτω παρ’ αυτή διορισθέντων πραγματογνωμόνων.

Μετά την παρέλευσιν της προθεσμίας ταύτης, προβαίνουσα η επιτροπή εις την εξέτασιν των τίτλων θέλει αναγκάζεσθαι να θεωρή, εν ελλείψει πρωτοτύπων εγγράφων, τας επί αντιγράφων και μεταφράσεων στηριζομένας περί δασών απαιτήσεις ως αναποδείκτους και να γνωμοδοτή αδιακρίτως την δια των δικαστηρίων διάλυσίν των.

Εν Αθήναις την 3 Μαρτίου 1843

Η Επιτροπή

Αθαν. Λοιδορίκης, Α. Πάϊκος, Σ. Γαλάτης

Ο Γραμματεύς, Κ. Αφθονίδης


Η πρόσκληση αυτή δημοσιεύθηκε εις το υπ. αριθ.7 Φ.Ε. Κυβερνήσεως της 17 Μαρτίου 1843και εκ του περιεχομένου της, δίδεται η εξήγηση, γιατί τελικά ελάχιστα αιτήματα εξετάσθηκαν από την επί των διαφιλονικουμένων δασών εξεταστική επιτροπή μέχρι το 1855, οπότε και διαλύθηκε. Προφανώς λοιπόν και τα αιτήματα των δύο αυτών Ι. Μονών, ήταν κατά τα ανωτέρω απαράδεκτα και ελλιπή και αυτό ενισχύεται και εκ του γεγονότος, ότι πολλά από τα δάση της Αττικής, επί των οποίων έκαναν αυτές οι Μονές πωλήσεις εκτάσεων, εις τα πωλητήρια έγγραφα, δεν μνημονεύτηκαν ως επί το πλείστο τίτλοι, αλλά έγινε αόριστη αναφορά είτε σε δωρεά χριστιανών πολιτών, είτε σε διατύπωση αορίστως, κατοχής και χρήσης διανοίας κυρίου, από αμνημονεύτων ετών !!!, κ.λ.π. Ένα άλλο στοιχείο που ενισχύει το συμπέρασμα αυτό, είναι και το γεγονός ότι η Ι. Μονή Κλειστών, που ήταν επίσης διατηρητέα Μονή της Αττικής, και μετέπειτα μέχρι σήμερα, φαίνεται τα περιουσιακά της στοιχεία να περιήλθαν στη διαχείριση της Μονής Πεντέλης, είναι η μοναδική Ι. Μονή στην Αττική, που προκύπτει να εξετάστηκε αίτημά της, από την επί των Οικονομικών Γραμματεία, στα πλαίσια του από 17/29 Νοεμβρίου 1836 Β. Δ/τος και να αναγνωρίστηκε δάσος σε αυτήν ως ιδιόκτητο. Γιατί λοιπόν να μην γίνει το ίδιο και για την Μονή Πεντέλης, αν είχε υποβάλλει σωστό και πλήρες αίτημα, για αναγνώριση δασών, συνοδευόμενο από «τα πρωτότυπα των δικαιογράφων των είτε Τουρκικών, είτε Ελληνικών, δια να εξετασθή η γνησιότης των δια των επί τούτω παρ’ αυτή διορισθέντων πραγματογνωμόνων»;


Από τα στοιχεία που παρατέθηκαν ήδη, προκύπτει ότι χαριστικά το Δημόσιο, δημιούργησε (έστησε) συνθήκες τέτοιες, που οι δύο αυτές Ι. Μονές, να εμφανίζονται έκτοτε και μέχρι σήμερα ως να είχαν και να έχουν ερείσματα ιδιοκτησίας, σε τεράστιες εδαφικές επιφάνειες της Αττικής και ειδικότερα του Πεντελικού όρους. Αι μέθοδοι, που ακολουθήθηκαν, προκειμένου να εμφανισθούν μετέπειτα οι δύο αυτές Ι. Μονές, ως αποκλειστικοί κύριοι, νομείς και κάτοχοι εκτάσεων, είτε βοσκοτόπων είτε δασών, είναι πέραν κάθε νοσηρής φαντασίας. Έκαναν εικονικές Δίκες με τρίτους, σταδιακή διεύρυνση ορίων κτημάτων, εξωδικαστικούς συμβιβασμούς με τρίτους, επίκληση κάθε φορά, διαφορετικών επιχειρημάτων ιδιοκτησίας κτημάτων κ.λπ. Το παράδοξο είναι, ότι όλα αυτά γινόταν πολλές φορές σε γνώση των υπηρεσιών του Κράτους που ασκούσαν εποπτεία ή χάραζαν οικιστική ή κοινωνική πολιτική, και σε γνώση των Μονών αυτών ότι:


Α) ουδέποτε τα υποβληθέντα από αυτές αιτήματα, εξετάστηκαν, όπως προέβλεψε το Β.Δ/γμα 17/29 Νοεμβρίου 1836, και το επίσημο Κράτος ουδέποτε αναγνώρισε διοικητικά, δάση ως ιδιόκτητα με βάση το Διάταγμα αυτό.


Β) ουδέποτε το επίσημο Κράτος, είχε αναγνωρίσει εμφυτευτικό δικαίωμα επικαρπίας σε δασικούς βοσκοτόπους στις δύο αυτές Ι. Μονές, ως επί Εθνικοϊδιοκτήτων βοσκοτόπων.


Γ) γνώριζαν πολύ καλά, ότι επί Οθωμανικής Κυριαρχίας, στην Αττική δεν είχε εκχωρηθεί από το Οθωμανικό Κράτος, πλήρης κυριότητα σε δάση και βοσκοτόπους, διότι αυτό δεν το επέτρεπε ο Οθωμανικός Νόμος περί γαιών. Αυτό το γνώριζε και η Δικαιοσύνη.


Δ) γνώριζαν πολύ καλά, διότι τους ενδιέφεραν άμεσα, ότι σε εκτέλεση του δεύτερου πρωτοκόλλου του Λονδίνου, που εξειδίκευσε την εφαρμογή της Συνθήκης Κωνσταντινουπόλεως (απελευθέρωσης από τον Τουρκικό ζυγό), έγινε πρόβλεψη, ότι όσον αφορά το γαιοκτητικό ζήτημα από το Οθωμανικό καθεστώς, σε αυτό του νεοσύστατου Ελληνικού Κράτους, θα ρυθμιστεί με διαπραγματεύσεις μεταξύ Τουρκίας και Ελλάδος. Ότι σε εκτέλεση αυτής της συμφωνίας, έγιναν μεταξύ εκπροσώπων των Χωρών, διαπραγματεύσεις, το δε σχετικό Β. Δ/γμα που ενέκρινε την Συμβίβαση μεταξύ Ελλάδος Τουρκίας, δημοσιεύτηκε στο ΦΕΚ 15 την 27ηΑπριλίου 1838, προσδιορίζοντας σαφώς, ότι το Ελληνικό Δημόσιο, υπεισήλθε σε όλα τα δικαιώματα που είχε το Οθωμανικό Κράτος επί των γαιών της ελεύθερης Ελλάδος.


Ε) τέλος, όσον αφορά την Ι. Μονή Πεντέλης, γνώριζαν πολύ καλά, ότι το καθεστώς καρπώσεων απ’ αυτήν, είτε δασών είτε βοσκησίμων τόπων, αλλά και φορολόγησης των τυχόν συγκομιζομένων προϊόντων, είχε λήξει το 1855, όταν διαλύθηκε η επί των διαφιλινικουμένων δασών Επιτροπή, διότι, σαφώς η κατά τα ανωτέρω καταχωρηθείσα οδηγία του επί της Παιδείας και των Εκκλησιαστικών Υπουργείου, την οποία και προσκομίζει η Ι.Μονή σε επικυρωμένο απ’ αυτήν αντίγραφο, αναγράφει «….διέταξε τον Δασονόμον Αττικής,μέχρι της αποπερατώσεως της περί διαφιλονικουμένων Δασών υποθέσεωςνα θεωρεί τα υπό της Μονής Πεντέλης αντιποιούμενα δάση ως υπαγόμενα εις τους τελευταίους τρείς στίχους του άρθρου 9 του από 4/16 Δεκεμβρίου 1836 Β. Διατάγματος, τουτέστι ως ιδιωτικά υποκείμενα εις φόρον επί της υλοτομουμένης ξυλείας.»


Όλα τα ανωτέρω, όχι μόνο αγνοήθηκαν από τα Υπουργεία Παιδείας και Θρησκευμάτων (που επόπτευε κρατικά τις Μονές) και Οικονομικών, αλλά μετέτρεψαν σταδιακά και εν γνώση τους, τις δύο αυτές Ι. Μονές, μέσω των Ηγουμένων και μοναχών τους, αλλά και της Αρχιεπισκοπής Αθηνών, σε δια βίου δήθεν μεγαλοκτηματίες, ΠΟΥ ΣΤΑΔΙΑΚΑ ΚΑΘΟΡΙΣΑΝ ΕΝ ΠΟΛΛΟΙΣ ΤΗΝ ΜΕΤΕΠΕΙΤΑ ΧΩΡΟΘΕΤΗΣΗ ΧΡΗΣΕΩΝ ΓΗΣ ΣΤΗΝ ΑΤΤΙΚΗ, είτε με πωλήσεις Δασών, είτε μέσω του ΟΔΕΠ, που ανέλαβε αργότερα την διαχείριση της δηλοποιηθείσης απ’ αυτές εκποιητέας τους περιουσίας.


Ουδείς μπορεί να το αμφισβητήσει αυτό, διότι αψευδείς μαρτυρίες περί της αληθείας, υπάρχουν στα οικεία υποθηκοφυλακεία, και στις πολεοδομικές ρυθμίσεις που έγιναν στην Αττική, κύρια μεταξύ των ετών 1926 και 1980. Ολόκληρες Κοινότητες και μετέπειτα Δήμοι, δημιουργήθηκαν στην Αττική, από πωλήσεις δασών από τις Μονές αυτές (Θρακομακεδόνες, Ν. Πεντέλη, Εκάλη, Πολιτεία, Μελίσσια, Ν. Μάκρη, Βριλίσια, Λεγραινά, κ.α.).


Όσον αφορά τώρα, την ευνοϊκή συμμετοχή των τριών εξουσιών (νομοθετικής-εκτελεστικής-δικαστικής) στην δράση αυτών των Ι. Μονών, αυτή εκδηλώθηκε σχεδόν φανερά στις παρακάτω βασικές περιπτώσεις:


1) Ευθύς εξ αρχής με την απελευθέρωση από τον Τουρκικό ζυγό, ενώ υπήρξε διαχωρισμός Εκκλησίας και Κράτους, μόνο ως προς τα δογματικά ζητήματα, παραδόξως και η Εποπτεία των θεμάτων διαχείρισης και δηλοποιήσεων περιουσιακών στοιχείων επί ακινήτων κ.λ.π, των Ι. Μονών, είχε ανατεθεί στο επί των Εκκλησιαστικών Παιδείας και Θρησκευμάτων Υπουργείο, με αποτέλεσμα, αφ’ ενός μεν ο εκάστοτε Υπουργός Οικονομικών, να μην έχει ποτέ εικόνα η/και τον έλεγχο των παράλογων αξιώσεων Ι. Μονών επί ακινήτων της Χώρας και αφ’ ετέρου, ο εκάστοτε Υπουργός των Εκκλησιαστικών Παιδείας και Θρησκευμάτων, να εισηγείται θέσπιση νόμων για την περιουσία των Μοναστηριών, νόμων που δεν μεριμνούσαν με σαφήνεια να περιφρουρήσουν και την Δημόσια (κατά μαχητό τεκμήριο) περιουσία, όπως:


2) Βάσει του Ν. 4684/1930, τα κτήματα και τα κτίρια των Ι. Μονών, δηλοποιήθηκαν είτε «εκποιητέα» είτε «διατηρητέα περιουσία». Επειδή ο Νόμος αυτός ψηφίσθηκε με πρόταση του επί των Εκκλησιαστικών Παιδείας και Θρησκευμάτων Υπουργού, προκειμένου βασικά να αναλάβει την διοίκηση και διαχείριση της εκποιητέας περιουσίας ο συσταθείς προσφάτως τότε Ο.Δ.Ε.Π, η σχετική εισηγητική έκθεση, δεν διευκρίνισε και υπήρξαν αβλεψίες που και σήμερα ακόμα δημιουργούν τεράστια προβλήματα σε διοίκηση, σε πολίτες, στην δικαιοσύνη και στην Κτηματογραφική διαδικασία. Ειδικότερα όσον αφορά τα δάση τις δασικές και χορτολιβαδικές εκτάσεις, αλλά και τις εκτάσεις που βρισκόταν διαχειριστικά σε καθεστώς βόσκησης (βοσκότοποι), δεν διευκρινίσθηκε με τον νόμο, ότι στην διατηρητέα και εκποιητέα περιουσία, μπορούσαν να δηλοποιηθούν μόνο εκτάσεις που είχαν αναγνωρισθεί ως ιδιοκτήτες εκτάσεων των Μονών επίσημα από το κράτος, είτε σύμφωνα με την προϊσχύσασα νομοθεσία ή δικαστικά σε αντιδικία με το Δημόσιο.

Και ενώ ήταν αυτονόητο, ότι οι διαχωρισμοί διατηρητέας και εκποιητέας περιουσίας με δηλοποιήσεις σε δάση, δασικές εκτάσεις και γενικά σε βοσκοτόπους, έπρεπε να περιοριστούν, μόνο σε εκτάσεις που διοικητικά ή δικαστικά είχαν αναγνωρισθεί έναντι του Δημοσίου ως κτίσεις ιδιωτικές, με τον κατά τα ανωτέρω Νόμο, δηλοποιήθηκαν κατά βούληση, σημαντικές εκτάσεις αυτής της κατηγορίας, μάλιστα σε πολλές περιπτώσεις, χωρίς να γίνεται αναφορά σε όρια, σε στρέμματα ή στο πραγματικό δασικό χαρακτήρα τους!!!


Το ερώτημα λοιπόν που τίθεται, είναι το πώς σε ένα ευνομούμενο Κράτος, που ευθύς εξ αρχής από την επανίδρυσή του μετά την απελευθέρωση από τον Τουρκικό ζυγό, έθεσε κανόνες στην αναγνώριση εκτάσεων τέτοιας φύσεως, άφησε να δηλοποιηθούν από Ι. Μονές, μεταξύ των οποίων και οι Ι. Μονές Πετράκη και Πεντέλης εκτάσεις που με βάση τα διατρέξαντα, ήταν εκτάσεις Εθνικές (Βλ. ΦΕΚ 39Α/14Φεβρουαρίου 1933).


3) Με βάση τις κατά τα ανωτέρω δηλοποιήσεις των Μονών, που έγιναν αυθαίρετα όσον αφορά τις μη εισέτι αναγνωρισθείσες υπό του Δημοσίου εκτάσεις, επελήφθη στην διαχείρισή των εκποιητέων εκτάσεων ο ΟΔΕΠ (Οργανισμός Διαχείρισης Εκκλησιαστικής Περιουσίας).


Έκτοτε δημιουργήθηκε μια τραγική για τα συμφέροντα του Δημοσίου κατάσταση όσον αφορά Δάση, δασικές και βοσκήσιμες εκτάσεις, που θα επηρεάσει σφόδρα και τις σημερινές δρομολογημένες διαδικασίες δασικών Χαρτών και του Κτηματολογίου της Χώρας. Πολλά δάση και δασικές εκτάσεις, που βάσει της κειμένης νομοθεσίας, ήταν κατά μαχητό τεκμήριο Δημόσιες και ως τέτοιες και μόνο μπορούσε να τις διαχειρίζεται το Κράτος, εκποιήθηκαν από τον ΟΔΕΠ, τα δε χρήματα από την εκποίηση, εισέρευσαν στην Τράπεζα της Ελλάδος ή στην Εθνική Τράπεζα, σε λογαριασμό της Εκκλησίας. Εκείνη ακριβώς την περίοδο, τέθηκε σε λειτουργία και η αγροτική και κτηνοτροφική νομοθεσία, μέσω της οποίας επιδιωκόταν η αποκατάσταση ακτημόνων καλλιεργητών και κτηνοτρόφων. Μέσα στην σπουδή που επικράτησε, και ενάντια σε όσα προέβλεπε η ίδια η αγροτική νομοθεσία, συμπεριελήφθησαν σε αποκαταστάσεις και δάση της Αττικής, κάτι που απαγορευόταν ρητά.


Μάλιστα εν όψει των ειδικών, προστατευτικών των δασών διατάξεων του «περί κυρώσεως του ν.δ. περί δασικού κώδικος», ο οποίος ίσχυε από την αρχή εφαρμογής του Αγροτικού Κώδικα, και ιδίως άρθρ. 70 περί των περιορισμών εν τη διαχειρίσει και εκμεταλλεύσει των δασών, άρθρ. 102 του ιδίου νόμου περί απαγορεύσεως εκχερσώσεως των δασών, και άρθρ.148 αυτού περί αναδασώσεων, απαγορευόταν και εξαιρούντο τα δάση της παραχωρήσεως προς αγροτική και κτηνοτροφική αποκατάσταση τα δάση (βλ. ΣτΕ 240/1932, 1253/53, 1686/1953, 1030/1957, 194/1959, 1961/1962).


Μόνο σε ειδικές περιπτώσεις και χάριν του ενιαίου των απαλλοτριώσεων, μπορούσαν να συμπεριλαμβάνονται μικρές δασικές εκτάσεις, παρεμβαλόμενες μεταξύ των αγροτικών εκτάσεων. Σύγχυση επίσης μεγάλη, δημιουργήθηκε στις περιπτώσεις αυτές και από το γεγονός, ότι σε σχετικούς κτηματικούς πίνακες διανομών, κάποιες εκτάσεις δασών, διαχωρίσθηκαν από τις Επιτροπές Απαλλοτριώσεων, αναπαλλοτρίωτες, με την ένδειξη «υπέρ ιδιοκτήτου Ι. Μονής…», στοιχείο, που οι Μονές το χρησιμοποίησαν μετέπειτα σε δικαστικούς αγώνες που άνοιξαν με το Δημόσιο, σε βάρος του Δημοσίου.


  1. Η δασική νομοθεσία απαγόρευε από του 1925 την κατάτμηση ιδιωτικών ή διακατεχομένων δασών και δασικών εκτάσεων, χωρίς την άδεια του αρμόδιου Υπουργού Γεωργίας, από δε του 1929 και δια του άρθρου 216 του Ν. 4173/1929, απαγορευόταν επί ποινή απολύτου ακυρότητας των σχετικών δικαιοπραξιών, η κατάτμηση ιδιωτικών ή διακατεχομένων δασών και δασικών εκτάσεων, αν δεν γινόταν ειδική μνεία στις σχετικές συμβολαιογραφικές πράξεις μεταβίβασης, σχετικής αδείας κατάτμησης του αρμόδιου Υπουργού Γεωργίας. Η σχετική νομολογία των διοικητικών δικαστηρίων, αποσαφήνισε στην πορεία, ότι αυτές οι κατατμήσεις μπορούσαν να δίδονται μόνο χάριν της καλλίτερης δασοπονικής εκμετάλλευσης των δασών και δασικών εκτάσεων και όχι για οικοπεδοποίηση των εκτάσεων. Συνεπώς οι σχετικές άδειες κατατμήσεων με τις οποίες εφοδιάστηκαν τρίτοι, μεταξύ των οποίων και οι δύο περί ού ο λόγος Ι. Μονές, για άλλο σκοπό, ήταν πράξεις παράνομες και καταχρηστικές (βλ. ΣτΕ 191/77 (ολομ.), 2708/78 (ολομ.), 149/79, 1826/79, 4220/80, 1877/85).


Διευκρινίζεται επίσης, ότι όσες κατατμήσεις δόθηκαν στο παρελθόν από κακοδιοίκηση ή κακοδιαχείριση χωρίς να έχουν δια της διοικητικής ή δικαστικής οδού αναγνωρισθεί οι εκτάσεις ως ιδιόκτητες έναντι του Δημοσίου, ουδόλως επηρέασαν το ζήτημα ιδιοκτησίας των εκτάσεων, δεδομένου ότι τα δικαιώματα του ελληνικού Δημοσίου διαχρονικά ήσαν απαράγραπτα [βλ. και Συμβίβαση του 1835 (ΦΕΚ 15 της 27 Απριλίου 1838)].


  1. Τέλος, η ειδική μεταχείριση των δύο αυτών Ι. Μονών από το Κράτος και ο εκάστοτε εναγκαλισμός τους με την Πολιτική εξουσία ή το Παλάτι, φάνηκε και από το γεγονός, ότι ενώ το γαιοκτητικό ζήτημα, στην διάδοχη κατάσταση, από αυτήν του Οθωμανικού Κράτους σε αυτήν του Νεοελληνικού Κράτους, επιλύθηκε οριστικά μετά το 1835, η ανεξαρτησία δε της Εκκλησίας περιορίστηκε μόνο στα δογματικά ζητήματα, το Κράτος αποδεχόταν δωρεές εκτάσεων (μάλιστα δασικού χαρακτήρα), από τις Μονές αυτές και σε αντάλλαγμα τους χορηγούσε άδειες εξωδικαστικού Συμβιβασμού με τρίτους.


Το αντικείμενο συμβιβασμού ήταν δάση που δεν είχαν αναγνωρισθεί ως κτήσεις ιδιωτικές. Επίσης δεχόταν δωρεές δασών και δασικών εκτάσεων για ιδρύματα, σχολεία, νοσοκομεία, προέβαινε σε συμβιβασμούς με την Εκκλησία για εκτάσεις, έδινε συγκατάθεση για ανταλλαγές εκτάσεων (με αντιδίκους τους και με αντικείμενο αντιδικίας δάση της Αττικής), κ.λπ.


Έτσι π.χ., ένα κυρίαρχο νομικό πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου, παραβίαζε την νομοθεσία συστηματικά, αποδεχόμενο δωρεές εκτάσεων δασικού χαρακτήρα, που κατά μαχητό τεκμήριο του ανήκαν, από τις Μονές αυτές, που ήταν επίσης νομικά πρόσωπα του ευρύτερου Δημόσιου Τομέα, αλλά δεν είχαν επιμεληθεί να αναγνωρίσουν τις εκτάσεις που δώριζαν, έναντι του Δημοσίου και όπως προέβλεπαν οι νόμοι, ότι πράγματι τους ανήκαν.

**********


Ο διαχρονικός χαρακτήρας των εκτάσεων που κάηκαν στο Μάτι και τον Άγιο Ανδρέα. Η εμπλοκή του Κράτους μέσω του Αγροτικού Κώδικα. Οι θεσμικές παρεμβάσεις εκ των υστέρων, για ρυθμίσεις ανώμαλων δικαιοπραξιών στη περιοχή. Οι ατελείς ρυθμίσεις όσον αφορά στη προστασία του φυσικού περιβάλλοντος στη περιοχή.


Όπως φαίνεται από την λεπτομερή χαρτογράφηση που έγινε περί το 1882-1886 στην Αττική, για λογαριασμό του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου από τον Γερμανό Αρχαιολόγο και Μηχανικό KAUPERT, η καταστροφική πυρκαγιά κατέκαψε περιοχή του Μαραθώνα και της Ραφήνας, που αποτυπώνεται ενδεικτικά στους δύο Χάρτες PENTELIKON και RAPHINA του ανωτέρω Ινστιτούτου. Με σύνθεση αυτών των χαρτών και επεξεργασία χρωματική των διαφόρων χρήσεων γαιών εκείνης της εποχής (1886), διαπιστώνεται ότι το της έκτασης που κάηκε, αποτελούνταν από δάση και δάση βραχυκόρμων, μικρές δε αγροτικές εκτάσεις, διάσπαρτες στον όλο χώρο και αριθμούμενες στα δάκτυλα μιάς χειρός, δεν μπορούσαν σε καμιά περίπτωση να αλλοιώσουν τον δασικό χαρακτήρα της περιοχής (βλ. και επισυναπτόμενη και σε απόσπασμα χαρτογράφηση).



ΧΑΡΤΗΣ ΧΡΗΣΕΩΝ ΓΗΣ ΤΟ 1886
Ενδεικτικά η περίμετρος της καμένης περιοχής, και η χρήση γαιών στο απώτερο παρελθόν.


Εκείνη την περίοδο, κατοικημένη περιοχή, ήταν μόνο ο Μαραθώνας και «λίγο» η Ραφήνα, με μεμονωμένες ανθρώπινες δραστηριότητες, στις περιοχές Νταού Πεντέλης, Γερο Τζακούλι και Ξυλοκέριζα, όπως σημειώνονται τοπογραφικά και στον χάρτη. Από Βασιλικό Διάταγμα της εποχής, που έχει δημοσιευθεί στο ΦΕΚ 45 της 3ης Φεβρουαρίου του 1884, προκύπτει ότι με πράξη του Συμβουλίου της Ι. Μονής Πεντέλης, δωρήθηκαν προς το Δημόσιο γαίες 1377,325 στρεμμάτων, προς ίδρυση λωβοκομείου. Το Διάταγμα έχει ως ακολούθως:


Περί εγκρίσεως δωρεάς γαιών της μονής Πεντέλης προς ίδρυσιν λωβοκομείου

Γ Ε Ω Ρ Γ Ι Ο Σ Α΄

Β Α Σ Ι Λ Ε Υ Σ Τ Ω Ν Ε Λ Λ Η Ν Ω Ν


Κατά πρότασιν του Ημετέρου επί των Εκκκλησιαστικών και της Δημοσίας Εκπαιδεύσεως Υπουργού, εγκρίνομεν την δια της υπό στοιχ. ΞΝ΄ της 16 Ιανουαρίου ε.ε. πράξεως του συμβουλίου της εν τω Δήμω Αθηναίων μονής της Πεντέλης γενομένην εις το Δημόσιον της Ελλάδος δωρεάν γαιών, συγκειμένων, κατά το υποβληθέν ημίν και δια του παρόντος επιστρεφόμενον διάγραμμα, εκ στρεμμάτων χιλίων τριακοσίων εβδομήκοντα επτά και μέτρων τριακοσίων είκοσι πέντε (1377,325), εις την μονήν αυτήν ανήκοντος, κειμένου δε εν τω κατά Μαραθώνα κτήματι της μονής, τω γνωριζομένω υπό την επωνυμίαν «Χεροτσακούλι» προς ίδρυσιν λωβοκομείου.

Εις τον αυτόν Υπουργόν ανατιθέμεθα την εκτέλεσιν του παρόντος, παραγγέλλοντες αυτώ να εκφράση εις το μνημονευθέν συμβούλιον τον επί του προκειμένου ανήκοντα έπαινον.

Εν Αθήναις τη 31 Ιανουαρίου 1884

Γ Ε Ω Ρ Γ Ι Ο Σ

Ο Υπουργός των Εκκλησιαστικών, κ.λ.π

Δ.Σ. ΒΟΥΛΠΙΩΤΗΣ


Το παράδοξο κατά την έκδοση αυτού του Β. Δ/τος ήταν, ότι εκδόθηκε ύστερα από πρόταση του επί των Εκκλησιαστικών και της Δημοσίας Εκπαιδεύσεως Υπουργού, και μετά από την «……υπό στοιχ. ΞΝ΄ της 16 Ιανουαρίου ε.ε. πράξεως του συμβουλίου της εν τω Δήμω Αθηναίων μονής της Πεντέλης..», αντί την σχετική εισήγηση-πρόταση να την κάνει ο Υπουργός Οικονομικών, ο οποίος και εκπροσωπούσε και το Δημόσιο στις επί των γαιών αξιώσεις του Δημοσίου.

Ένδεκα χρόνια μετά, ενώπιον του Δικαστηρίου των εν Αθήναις Πρωτοδικών, η Ι. Μονή Πεντέλης, προκύπτει να κατέθεσε αγωγή στρεφομένη κατά του Ελληνικού Δημοσίου. Με την αγωγή αυτή, η Μονή, αφού περιέγραψε το Ελληνικό Δημόσιο να της κατέλαβε άνευ δικαιώματος και νομίμου τίτλου, την δωρηθείσαν το έτος 1884 έκτασιν των 1377,325 στρεμμάτων, ζητούσε να αναγνωρισθεί κυρία των στρεμμάτων αυτών, να υποχρεωθεί το Δημόσιο να της την παραδώσει, διατασσομένης και της εξ αυτής αποβολής του Δημοσίου, και να της καταβάλλει το Δημόσιο Δρχ.1000 ανά έτος, ήτοι συνολικά 11.000 δρχ ως αποζημίωση για την στέρηση των εισοδημάτων της. Από την εκδοθείσα το έτος 1897 απόφ. 4.033 του Πρωτοδικείου, που δικαίωσε την Μονή, αντιγράφουμε εν αποσπάσματι:


«Η ενάγουσα δια της από 15 Ιουνίου 1895 προς το δικαστήριο τούτο αγωγής της εξέθηκεν, ότι κατέχει και νέμεται διανοία κυρίου και καλή τη πίστει από του χριστιανικού έτους 1600 μέχρι σήμερον δυνάμει τίτλου αγοραπωλησίας από τον αποβιώσαντα ιδιοκτήτην Οθωμανόν ονόματι Καγκάδην εκ Καρύστου, το εν τη περιφερεία του Δήμου Μαραθώνος της Επαρχίας Αττικής κείμενον κτήμα ονομαζόμενον Χεροτσακούλιον συγκείμενον εκ πολλών χιλιάδων Στρεμμάτων και αποτελούμενον εκ δασών, δασοτόπων, βοσκησίμων, καλλιεργησίμων και μή γαιών και συνορευόμενον ανατολικώς με θάλασσαν, αρκτικώς με κτήμα Μονής ασωμάτων Ξυλοκέριζα, μεσιμβρινώς Αραφίνα Πικέρμα κτήμα Σκουζέ, Δυτικώς με Ναόν Σκουζέ και με ναόν Πεντέλης, κτήμα Πεντέλης, αλλά το Δημόσιον κατά τον Φεβρουάριον 1884 κατέλαβε άνευ δικαιώματος και νομίμου τίτλου εκ του ανωτέρω κτήματος της Μονής έκτασιν εκ στρεμμάτων 1377 και 325 μέτρων, περιέχουσαν δάσος εκ πευκοδένδρων και λοιπών δένδρων εκ βοσκησίμων και καλλιεργημένων γαιών και συνορευομένων γύρωθεν με το ανωτέρω κτήμα Χεροτσακούλιον και με θάλασσαν προς το ανατολικόν μέρος του κτήματος και έκτοτε το κατέχει…»


Το Δημόσιο δεν προκύπτει να εφεσίβαλε μετέπειτα την ανωτέρω απόφαση. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι το δικαστήριο δεν κάνει μνεία στην απόφασή του, ότι η Μονή, είχε υποβάλλει στην επί των Οικονομικών Γραμματεία, σχετικό αίτημα αναγνώρισης του δάσους στο Γέρο Τσακούλι, στα πλαίσια του Β. Δ/τος 17/29 Νοεμβρίου 1836 «περί αναγνωρίσεως ιδιωτικών Δασών», και δεν προέκυπτε η επί των Οικονομικών Γραμματεία να αναγνώρισε δάση στο Χεροτσακούλι, ως ιδιωτικά υπέρ της Ι.Μονής Πεντέλης, αλλά το αίτημα της Μονής, πρέπει να απορρίφτηκε σιωπηρά επειδή δεν είχε προσκομισθεί «ταπί», και το δικαστήριο μπορούσε να δικάζει μόνο κατά το άρθρο 390 του κώδ. Πολ. Δικονομίας, οδηγεί εκ του ασφαλούς στο συμπέρασμα, ότι η δίκη αυτή ήταν εικονική και έγινε και με την συνδρομή του επί των Εκκλησιαστικών και της Δημοσίας Εκπαιδεύσεως Υπουργού, προκειμένου μετά από 60 χρόνια, από της υποβολής του αιτήματος αναγνωρίσεως, η Μονή Πεντέλης να αποκτήσει τίτλο (ερείσματα ιδιοκτησίας) για ένα… τμήμα!!! του μεγάλου δήθεν κτήματος που ισχυριζόταν ότι είχε, το επονομαζόμενο «Χεροτσακούλι».


Αφού η εν λόγω Μονή πέτυχε ότι επεδίωκε, με την ανωτέρω απόφαση, πήρε περισσότερο θάρρος και «τα έβαλε»δικαστικά, μετά από τρία χρόνια (1900), με τον προς μεσημβρία φερόμενο ως ιδιοκτήτη, Αλέξανδρο Σκουζέ, επιδιώκοντας πλέον να διευρύνει το κτήμα Χεροτσακούλι και προς την περιφέρεια Ραφήνας. Στο σχετικό δικόγραφο της αγωγής, αλλάζει πλέον την περιγραφή του δήθεν κτήματος «Χεροτσακούλι» ως προς το Δυτικό όριο, και στην θέση του ορίου «… Δυτικώς με Ναόν Σκουζέ και με ναόν Πεντέλης, κτήμα Πεντέλης…», περιγράφει νέο δικό της κτήμα με την διατύπωση «… δυτικώς με κτήμα της Μονής Πεντέλης καλούμενον Νταού Πεντέλης …».


Αφού κατάφερε, μέσω της δίκης αυτής, να μετακινήσει τα νότια όρια, ως είχαν περιγραφεί για το Κτήμα Χεροτσακούλι, σε βάρος των αξιώσεων του Σκουζέ (βλ. Αριθ. 471/1903 απόφαση το Δικαστηρίου των εν Αθήναις Εφετών), βασικά με εικονική υπόδειξη και αναφορά στο ρέμμα «Λυκόρεμμα», που περιγραφόταν πάντα ως όριο μεταξύ των φερομένων ως κτημάτων Δασοαγρόκτημα Ραφήνας, Πικερμίου Σκουζέ και «Χεροτσακουλίου» Ι. Μ. Πεντέλης.


Η συγκεκριμένη Μονή την ίδια χρονιά, προκειμένου να αποκτήσει ερείσματα διακατοχής σε όλο το κτήμα Χεροτσακούλι όπως αυτή το φανταζόταν (φαίνεται ότι τότε είχε καταλήξει μέχρι που θα διευρύνει το κτήμα αυτό), ήγειρε νέα από 19 Ιουλίου 1902 αγωγή της κατά του Δημοσίου, με το επιχείρημα ότι διατάραξε την «… ήσυχον και ανεπίληπτον επί του κτήματος διακατοχήν της Μονής …».


Το αποτέλεσμα ήταν η έκδοση της υπ. Αριθ.7.597/1907 απόφασης του Πρωτοδικείου Αθηνών με τη οποία, το Δημόσιο υποχρεώθηκε να παύση να διαταράττει την επί του περιγραφομένου εν τη αγωγή κτήματος, διακατοχήν της εναγούσης, επί απειλή χρηματικής ποινής.

Η απόφαση καταδικάζει επίσης το Δημόσιο εις τα μέχρι τότε έξοδα και υποχρεώνει την ενάγουσα Μονή να αποδείξη δια μαρτύρων εντός 45 ημερών, κάποιους από τους ισχυρισμούς της. Το κτήμα πλέον στο δικόγραφο της αγωγής, δεν λέγεται μόνο «Χεροτσακούλι» αλλά «Χεροτσακούλι και Νταού Πεντέλης», επειδή δε είχε εισχωρήσει και σε όρια άλλου Δημοτικού Διαμερίσματος, αναφέρεται πλέον στο όλο κτήμα με την διατύπωση «… το εν τη περιφερεία του Δήμου Μαραθώνος και Κρωπίας!!! κείμενον κτήμα το καλούμενον Χεροτσακούλιον και Νταού Πεντέλης…». Όλα γινόταν βάσει σχεδιασμού.


Λίγο μετά την ίδρυση του ΟΔΕΠ, γνωρίζοντας ασφαλώς τί θα επακολουθήσει, αρχίζουν να ψάχνουν πως θα εκμεταλλευτούν τους πρόσφυγες εκ Μικράς Ασίας που ήλθαν μετά το 1922 στην Αττική, αλλά και τις διατάξεις της Αγροτικής Νομοθεσίας, προκειμένου να πουλήσουν όσο το δυνατόν περισσότερα δάση και δασικές εκτάσεις στην Αττική, έστω και αν δεν τα είχαν αναγνωρίσει ως ιδιωτικά έναντι του Δημοσίου.


Δεν είναι τυχαίο, ότι με το που ζητούν άρση των δεσμεύσεων της αγροτικής νομοθεσίας, στα πλαίσια των δεσμεύσεων του νόμου 3.230 (για πωλήσεις άνω των 300 στρεμμάτων), άμεσα εφοδιάζονται αμφότερες οι Ι. Μονές με σχετικές πράξεις του Υπουργού Γεωργίας. Μόλις δε ζητούν κατατμήσεις στα πλαίσια άρθρου 216 του Ν.4173/1929 περί Δασικού Κώδικα, επίσης τις εξασφαλίζουν, χωρίς μάλιστα να γίνεται διερεύνηση, αν είχαν αναγνωρισθεί τα δάση ως κτήσεις ιδιωτικές.


Είμαστε πλέον στο έτος 1930. Από τα δύο συμβόλαια με υπ. Αριθ. 6.165 και 6.166 της 6ης Μαρτίου του έτους 1930 του τότε συμβολαιογράφου Αθηνών Πέτρου Νικολάου Καββαδία, προκύπτει, ότι το σύνολο σχεδόν των εκτάσεων, που αποτεφρώθηκαν πρόσφατα κάτω της οδού Μαραθώνος στην μεγάλη πυρκαγιά της 23ης Ιουλίου του 2018 (τ.ε.), πουλήθηκαν σε δύο ομάδες 18 ατόμων εκάστη, εξ εντοπίων και προσφύγων από το Χαλάνδρι (Χαλανδριώτες) και από τα Σπάτα (Σπαταναίους) που σημειωτέον είχαν κριθεί από τον Εποικισμό ως δικαιούχοι γεωργικών αποκαταστάσεων!!! Το τί γύρευαν οι Σπαταναίοι και οι Χαλανδριώτες σε αυτή την περιοχή, μακριά από την περιοχή κατοικίας τους και των κυρίως δραστηριοτήτων τους, πέραν του να οικοπεδοποιήσουν την περιοχή, είναι φανερό.


Συγκεκριμένα, με τα συμβόλαια αυτά, πέντε Αρχιμανδρίτες, ονόματι Προκόπιος Παναγιώτου Τζαβάρας, Προκόπιος Παναγιώτου Καλλιατζής, Ιωάννης Σαράντου Παπασαράντης, Ιερόθεος Αντωνίου Καρελλάς και Βασίλειος Νικολάου Πατέρας, και δύο Μοναχοί ονόματι, Λαυρέντιος Ιωάννου Μανιατάκος και Κωνσταντίνος Σπυρίδωνος Λαζάρου, αποτελούντες το Μοναστηριακόν Συμβούλιον Ανδρώων Ιερών Μονών της Αρχιεπισκοπής Αθηνών και εκπροσωπούντες την Ιεράν Μονήν Πεντέλης, συνεφώνησαν την πώλησιν με εκουσίαν κατά την Αγροτικήν νομοθεσίαν μεταβίβασιν, προς τις δύο ομάδες ατόμων, 2.500 και 2.000 στρεμμάτων, καμένου τότε δάσους αντίστοιχα, από το κτήμα «Χεροτσακούλι», τα οποία περιέγραψαν, οι μεν του Εποικισμού ως τμήματα του ΑΓΡΟΚΤΗΜΑΤΟΣ !!!, το δε Μοναστηριακό Συμβούλιο, ως «κεκαυμένα δάση του μέγα κτήματος !!! «Χεροτσακούλι».


Αμφότερα τα κεκαυμένα δάση των 4.500 στρεμμάτων, που συμφωνείται να πωληθούν, περιγράφονται ότι βρίσκονται στην θέση «Μάτι» και παρά τον Άγιο Ανδρέα. Αλλαχού η θέση Μάτι, αναγράφεται «Μάτι ή Σίθι».


Από τα συμβόλαια αντιγράφουμε: «… η ως άνω εκπροσωπουμένη Ιερά Μονή Πεντέλης, έχει εις την αποκλειστικήν και απεριόριστον κυριότητα αυτής νομήν και κατοχήν εξ αμνημονεύτου χρόνου και εξ αφιερώσεως Χριστιανών!!!, μέγα αγρόκτημα !!! με το ανέκαθεν γνωστό όνομα Χεροτσακούλι και με τα ανέκαθεν γνωστά όρια αυτού εκτεινόμενα από Αμαρουσίου!!! μέχρι της θαλάσσης Μαραθώνος επί του όρους Πεντελικού και εν τη περιφερεία των τέως Δήμων Αθηναίων!!!, Κρωπίας!!! και Μαραθώνος………» ενώ σε άλλο απόσπασμα αντιγράφουμε «… Ότι το συμβούλιον της Ιεράς ταύτης Μονής Πεντέλης συγκατατεθή εις την τοιαύτην εκουσίαν πώλησιν, … υπό τον όρον πάντοτε και την προϋπόθεσιν ότι τη εκουσίαν ταύτην μεταβίβασιν, θέλουσιν επιτρέψη αι υπό των κειμένων τότε νόμων ητήσαντο και την υπό των δασικών νόμων προαπαιτουμένην άδειαν προς κατάτμησιν του εν λόγω μεγίστου δάσους!!! (από αγρόκτημα έγινε μέγιστο δάσος), και εδήλωσαν του εν λόγω εκ δύο χιλιάδων (2.000) στρεμμάτων κεκαυμένου τμήματος αυτού!!! …» και αλλαχού «… Η πωλήτρια Μονή Πεντέλης δηλοί ότι ουδεμίαν υπέχει ευθύνην έναντι των αγοραστών δια την τυχόν ακύρωσιν ή διάρρηξιν της αγοραπωλησίας είτε ένεκα της μη υπάρξεως παρ’ αυτής των ιδιοτήτων τας οποίας οι αγροτικοί νόμοι απαιτούσιν!!! είτε ένεκα της μη τηρήσεως ωρισμένων διατυπώσεων επιβαλλομένων υπό των αγροτικών, υπό των δασικών, υπό των φορολογικών ή άλλων νόμων δια την παρούσαν αγοραπωλησίαν, κατ’ ακολουθίαν, οι αγορασταί όχι μόνον αποδέχονται την τοιαύτην δήλωσιν αλλά και δηλούσιν ότι παραιτούνται παντός δικαιώματός των κατά της πωλητρίας εάν τυχόν Δημοσία τις Αρχή ή τρίτοι τινές αξιώσωσι και επιτύχωσι την ακύρωσιν ή διάρρηξιν της προκειμένης συμβάσεως ή παρακωλύωσι τους αγοραστάς να διαθέσωσι την αγοραζομένην έκτασιν καθ’ ά βούλονται, …».


Διαπιστώνεται λοιπόν, από τα ψευδή και αντιφατικά επιχειρήματα της Ι. Μονής Πεντέλης, ότι μετήλθε όλα τα μέσα και τις τέχνες, αλλά και τα ψεύδη, ενώπιον της Δικαιοσύνης, για να βρεί ερείσματα ιδιοκτησίας σε ένα κτήμα Χεροτσακούλι, που στην πορεία έγινε Χεροτσακούλι και Νταού Πεντέλης, που βρισκόταν στην περιφέρεια Μαραθώνος και μετέπειτα βρισκόταν στην περιφέρεια Μαραθώνος και Κρωπίας και ακόμη μετέπειτα στις περιφέρειες των τέως Δήμων Αθηναίων, Κρωπίας και Μαραθώνος, και δεί από Αμαρουσίου μέχρι Θαλάσσης Μαραθώνος… κ.λ.π.


Διαπιστώνεται επίσης ότι το κτήμα αυτό, δηλώνεται αρχικά ενώπιον δικαστηρίων ότι κατέχεται από του έτους 1600 από αγορά από κάποιον Οθωμανό Καγκάδην εκ Καρύστου, αλλά αργότερα, από τον φόβο ότι αυτό ίσως παύσει πλέον να γίνει αποδεκτό, δηλώνεται πλέον ότι προέρχεται εξ αφιερώσεως Χριστιανών. !!!

Άραγε πότε λέει αλήθεια και πότε ψέματα; Δεν μπορεί λοιπόν να παρακολουθήσει κανείς την Ι. Μονή αυτήν, η οποία, παρά το γεγονός ότι λειτουργούσε και ως νομικό πρόσωπο του ευρύτερου Δημόσιου Τομέα, προέβαινε σε τέτοιας φύσεως πράξεις και συμπεριφορές. Ίσως και θα έπρεπε εφεξής, συνεχώς και αδιαλείπτως δια των μοναχών της, να κατανοήσει, ότι οι πωλήσεις στοιχείων του φυσικού περιβάλλοντος, όπως είναι τα δάση και οι δασικές εν γένει εκτάσεις της Αττικής, ήταν ενέργειες αντιβαίνουσες την θέληση της Κοίμησης της Θεοτόκου εις μνήμην της οποίας λειτουργούν και διαβιούν οι εκάστοτε Μοναχοί της, εγκαταλείψαντες τα εγκόσμια. Θα πρέπει επίσης συνεχώς και δια βίου, να διαβάζουν το διάγγελμα του Παναγιώτατου Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως κ.κ. Βαρθολομαίου (1-9-2018), για την προστασία του φυσικού περιβάλλοντος και ειδικότερα την αναφορά του στην συνύπαρξη της χριστιανικής πίστης με την προστασία του περιβάλλοντος.


Επακολουθεί χρονικά και ψηφίζεται ο νόμος για την δηλοποίηση από τις Ι. Μονές της διατηρητέας και εκποιητέας περιουσίας, και προσδιορίζεται ότι την διαχείριση πλέον της εκποιητέας περιουσίας, την αναλαμβάνει ο ΟΔΕΠ. Στο σχετικό φύλλο της Κυβερνήσεως, όπου καταχωρήθηκε η διατηρητέα και εκποιητέα περιουσία της Μονής Πεντέλης, είναι χαρακτηριστικό και άγνωστο γιατί, ότι δεν δηλοποιήθηκε κτηματική περιουσία στην Νταού Πεντέλης (βλ. ΦΕΚ 39 Α/14-2-1933). Επειδή δεν είχε γίνει οριστική μεταβίβαση, λόγω μη αποπληρωμής του τιμήματος, αλλά και της μη εκπλήρωσης συμβατικού όρου, πλήρους αποτύπωσης της πωληθείσης εκτάσεως, δύο χρόνια μετά, συνάπτεται το τελικό συμβόλαιο αγοραπωλησίας και με τις δύο ομάδες αγοραστών. Συγκεκριμένα κάθε ομάδα αγοραστών (Χαλανδριώτες και Σπαταναίοι), αγόρασε τελικά δυνάμει των οριστικών πωλητηρίων συμβολαίων, υπ. Αριθ. 9.899/16-4-1932 και 11.739/5-8-193 του τότε συμβ/φου Αθηνών Γεωργίου Χριστοφόρου Κασσαβέτη, στα οποία και έγινε αναφορά στην τελική αποτύπωση, από 1.170 στρέμματα δάσους. Την οριστική συμφωνία και μεταβίβαση επιμελείται ο ΟΔΕΠ, εκπροσωπούμενος από τον τότε Δ/ντή της Τραπέζης της Ελλάδος. Χαρακτηριστικό είναι, ότι στα συμβόλαια, δεν γίνεται καμία αναφορά στο λόγο για τον οποίο εμπλέκεται ο ΟΔΕΠ.


Ο ΟΔΕΠ διαχειριζόταν την εκποιητέα περιουσία. Στο κτήμα «Χεροτσακούλι» όμως, δηλοποιήθηκε από την Ι. Μονή Πεντέλης, και διατηρητέα και εκποιητέα περιουσία, με την αόριστη αναφορά για αμφότερες τις κατηγορίες, «Τμήμα Δάσους Χεροτσακούλι κατά σχεδιάγραμμα» (διατηρητέα), και «υπόλοιπον τμήμα δάσους Χεροτσακούλι κατά σχεδιάγραμμα» (εκποιητέα).

Τα σχετικά λοιπόν οριστικά συμβόλαια, μη κάνοντας μνεία του σχεδιαγράμματος Χεροτσακουλίου, που εμφάνιζε την εκποιητέα περιουσία, ώστε να νομιμοποιείται ο ΟΔΕΠ στο να συμβληθεί με τους Χαλανδριώτες και τους Σπαταναίους, τυπικά είναι άκυρα.


Άκυρα είναι και εκ του λόγου, ότι έγινε κατάτμηση σε άλλα στρέμματα, από αυτά που συναίνεσε ο τότε Υπουργός Γεωργίας. Άκυρα ήσαν και εκ του γεγονότος ότι η Αγροτική και Δασική Νομοθεσία τότε, δεν προέβλεπαν εκούσια αποκατάσταση ακτημόνων σε δάση. Μη έγκυρα ήταν τα συμβόλαια, και εκ του γεγονότος ότι τα πωληθέντα δάση δεν είχαν αναγνωρισθεί ποτέ, δια της διοικητικής ή δικαστικής Νομοθεσίας, όπως προέβλεπαν οι Νόμοι διαχρονικά, από της Απελευθέρωσης μέχρι του 1930, ότε έγιναν οι πωλήσεις. Ακόμα και διακατεχόμενα έναντι του Δημοσίου να είχαν διαπιστωθεί νομικά (σε κάθε περίπτωση αυτό δεν ίσχυε, διότι η εντολή προς τον Δασονόμο Αττικής, ρητά όρισε τα της Φορολογίας συγκομιδής δασικών προϊόντων, ως επί διακατεχομένων, μέχρι της διαλύσεως της επί των διαφιλονικουμένων δασών Επιτροπής), δεν μπορούσε να χορηγηθεί σχετική άδεια κατάτμησης για πώληση, αν προηγούμενα δεν αναγνωριζόταν το ζήτημα ιδιοκτησίας έναντι του Δημοσίου ούτε να γίνει έγκυρη μεταβίβαση δασών (Σχ. γνμδ. Ολ. διακοπών ΝΣτΚ 845/20-8-1970). Συνεπώς, βάσει των προαναφερθέντων, επρόκειτο περί ανωμάλων δικαιοπραξιών, το δε ζήτημα ιδιοκτησίας, των δασών τέτοιας φύσεως δικαιοπραξιών, έπρεπε να ρυθμισθεί, αν υπήρχε η πολιτική βούληση έκτοτε, στα πλαίσια της Δασικής και όχι της Αγροτικής Νομοθεσίας.


Επειδή στις συγκεκριμένες περιπτώσεις, εκούσιας αποκατάστασης, διαπιστώθηκε από την Δ/νση Προστασίας Δασών ότι είχαν αγορασθεί σε διάφορες περιοχές της Χώρας, και άλλα δάση και δασικές εκτάσεις, χωρίς να έχουν αναγνωρισθεί ως ιδιωτικές εκτάσεις έναντι του Δημοσίου, ως όριζαν οι Νόμοι. Η ηγεσία του Υπουργείου Γεωργίας ενημερώθηκε σχετικά, για την έκνομη αυτή κατάσταση.

Η θεώρηση των πραγμάτων παρέμεινε η ίδια, ότι δηλ. οι αγορασθείσες εκτάσεις, εξακολουθούσαν να είναι κατά μαχητό τεκμήριο Δημόσιες, αφού επρόκειτο για αγορές ιδιωτικές, (χωρίς την μεσολάβηση απαλλοτριώσεων), που την ευθύνη των τυχόν ελαττωμάτων τους την φέρουν πάντα συμβατικά, οι συμβαλλόμενοι. Στην αντιμετώπιση αυτή, συμφώνησε και το ΝστΚ.


Αιφνιδίως, σύγχυση προκάλεσε στη Δασική Υπηρεσία, η ψήφιση του Ν. 3147/2003 (ΦΕΚ 135Α/5-6-2003) «Ρύθμιση θεμάτων αγροτικής γης, επίλυσης ζητημάτων αποκατασταθέντων και αποκαθισταμένων κτηνοτρόφων και άλλες διατάξεις», που με το άρθρο 11 (ειδικές ρυθμίσεις) παρ. 1 του οποίου, ορίσθηκαν αυτολεξεί τα εξής:

«Οι εκτάσεις που περιήλθαν σε ακτήμονες γεωργούς και κτηνοτρόφους με διανεμητήριο συμβόλαιο από εκούσια κατά το άρθρο 127 του Αγροτικού Κώδικα μεταβίβαση, αποτελούν κλήρους της Αγροτικής νομοθεσίας και εφαρμόζονται γι’ αυτούς οι διατάξεις του κώδικα αυτού. Στις εκτάσεις αυτές το Δημόσιο δεν προβάλλει δικαιώματα κυριότητας.»


Διαπιστώνει κανείς, ότι η διάταξη αυτή, ψηφισθείσα σε αγροτική νομοθεσία και όχι ως συμπλήρωμα της δασικής εν γένει νομοθεσίας, ουδεμία ρύθμιση επέφερε στο ιδιοκτησιακό καθεστώς των εκτάσεων στο Μάτι και τον Άγιο Ανδρέα Μαραθώνα, που αγόρασαν από την Μονή Πεντέλης οι δύο ομάδες ατόμων, Χαλανδριώτες και Σπαταναίοι, επειδή καμιά αναφορά δεν γίνεται σε δάση (τυχαίο;), ούτε σε ρύθμιση της σημερινής κατάστασης, αφού πολλά δασοτεμάχια σήμερα, φέρονται ως ιδιοκτησία, τρίτων που δεν είναι ούτε γεωργοί ούτε κτηνοτρόφοι. Σήμερα στη περιοχή, επικρατεί ένα κομφούζιο κατατμήσεων, περιφράξεων, δόμησης αυθαιρέτων και μη οικοδομών, κ.λπ.


Πράγματι, αυτό επιβεβαιώνεται και από το γεγονός, ότι 6 μήνες αργότερα, ψηφίζεται ο νόμος 3208/2003 (νόμος μεταγενέστερος), «Προστασία των δασικών οικοσυστημάτων, κατάρτιση δασολογίου, ρύθμιση εμπραγμάτων δικαιωμάτων επί δασών και δασικών εν γένει εκτάσεων και άλλες διατάξεις», στο άρθρο 10 του οποίου, παρατίθενται όλες εκείνες οι κατηγορίες δασών και δασικών εκτάσεων, επί των οποίων το Δημόσιο δεν προβάλλει δικαιώματα ιδιοκτησίας, χωρίς στις κατηγορίες αυτές, να συμπεριλαμβάνονται ρητά και δάση ή δασικές εν γένει εκτάσεις που αγοράστηκαν από τρίτους, για εκούσια αποκατάσταση.



Διαπιστώνεται λοιπόν, ότι το Υπουργείο Γεωργίας, έκανε μια κίνηση καλής θέλησης να διευθετήσει τις παράνομες από πλευράς δικαιωμάτων του Δημοσίου καταστάσεις των εκουσίων αποκαταστάσεων. Σε καμία περίπτωση όμως δεν έγινε κάτι αντίστοιχο και σαφές, για αλλαγή χρήσης δασών και δασικών εκτάσεων. Την τραγική αυτή νομική κατάσταση των δασών της περιοχής βρήκε η μεγάλη πυρκαγιά της 23ης Ιουλίου 2018.


Αυτό όμως που είναι γεγονός αναμφισβήτητο, είναι ότι οι εκτάσεις δασών στο «Μάτι», αγοράστηκαν από Ι. Μονή, μάλιστα από Μονή που συνεβλήθη με το Δημόσιο στην σύμβαση που κυρώθηκε με τον Νόμο 1811/1988 (ΦΕΚ 231Α/13-10-1988), ο οποίος ψηφίσθηκε μετά τον Νόμο 1700/1987 (ΦΕΚ 61Α/6-5-1987).

Με τη σύμβαση αυτή, παραμένει σε εκκρεμότητα να εκδοθούν Π. Διατάγματα από τα Υπουργεία που σχετίζονται με το θέμα με πρόταση των Υπουργών Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, Γεωργίας και Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων, που θα καθορίσουν τους όρους, τις προϋποθέσεις, τη διαδικασία, το τυχόν αντάλλαγμα και ό,τι άλλο αφορά την κατά κυριότητα παραχώρηση από το Δημόσιο, ακινήτων (και δασών), που έχουν μεταβιβασθεί στο παρελθόν από Ι. Μονές, ενώ ήταν, όσον αφορά το ιδιοκτησιακό τους ζήτημα, σε εκκρεμότητα με το Δημόσιο, και τούτο ανεξαρτήτως του χαρακτηρισμού τους ως εχόντων οικοπεδική αξία, αν βρίσκονται σε σχέδιο πόλης ή αν χαρακτηρίζονται οικοδομήσιμα ή μη (βλ. άρθρο 5, παρ. 2, Ν. 1700, σε συνδυασμό με άρθρο 9, Ν. 1811).


Συνεπώς, όπως αντιλαμβάνεται ο αναγνώστης, τα προβλήματα στη περιοχή Μάτι Μαραθώνα, με το αμαρτωλό παρελθόν, λόγω και του χαρακτήρα των εκτάσεων ως Δασών αλλά και των εκκρεμοτήτων που υφίστανται από πλευράς τόσο της δασικής Νομοθεσίας, όσο και των Νόμων που ρύθμισαν τα της εκκλησιαστικής περιουσίας, είναι πάρα πολύ δύσκολο να αντιμετωπισθούν μελλοντικά.


ΟΛΟΚΛΗΡΟ ΤΟ ΑΡΘΡΟ:

Οι ηθικοί αυτουργοί στην τραγωδία από την μεγάλη πυρκαγιά 2018 στις περιοχές Νταού Πεντέλης, Βουτζά Ραφήνας και Μάτι, Άγιο Ανδρέα Μαραθώνα. Οι αλήθειες που δεν λέγονται”

https://dasarxeio.com/2018/10/11/61564/?fbclid=IwAR0OFBdwuOUplMxry6fwMxAwzKwlgePC25TWYPJw7IIVd6Rw84vLvpRiSYM