ΕΠΕΙΔΗ Ο
ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΛΑΟΣ ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΝΟΗΣΕΙ ΤΙ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ – ΠΑΝΘΡΗΣΚΕΙΑ ΠΑΡΑΤΙΘΕΤΑΙ
ΤΟ ΠΑΡΑΚΑΤΩ ΚΕΙΜΕΝΟ. ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΣΗΜΕΙΩΘΕΙ ΟΤΙ ΟΛΑ ΟΣΑ ΓΙΝΟΝΤΑΙ ΣΗΜΕΡΑ ΤΟΣΟ ΣΕ
ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟ ΟΣΟ ΚΑΙ ΣΕ ΠΟΛΙΤΙΚΟ, ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΟΔΗΓΟΥΝ ΤΟΝ
ΛΑΟ ΣΤΗΝ ΠΑΝΘΡΗΣΚΕΙΑ.
Η
ΠΑΝΘΡΗΣΚΕΙΑ ΚΑΤΑΡΓΕΙ ΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ (ΟΧΙ ΜΟΝΟ ΩΣ ΔΟΓΜΑ, ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΩΣ ΤΡΟΠΟ ΖΩΗΣ- ΤΟ ΚΥΡΙΟΤΕΡΟ) ΚΑΙ Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ, ΟΠΩΣ ΚΑΙ ΟΛΑ ΤΑ «ΟΡΘΟΔΟΞΑ»
ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΑ ΕΧΟΥΝ ΑΠΟΣΤΑΤΗΣΕΙ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ.
ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΕΙΝΑΙ
ΣΤΗΝ ΚΑΘΑΡΕΥΟΥΣΑ, ΑΛΛΑ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΠΛΕΟΝ ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΟ ΓΙΑ ΝΑ ΝΟΗΣΟΥΝ ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΤΙ «ΠΑΙΖΕΙ»· ΕΙΝΑΙ ΤΟΥ ΑΕΙΜΝΗΣΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ ΔΕΛΗΜΠΑΣΗ, ΠΡΩΗΝ ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟΥ
ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΩΝ, ΘΕΟΛΟΓΟΥ ΚΑΙ ΝΟΜΙΚΟΥ.
ΠΑΡΑΚΑΛΩ
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΟ ΚΑΙ ΘΑ ΚΑΤΑΛΑΒΕΤΕ ΓΙΑΤΙ Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΖΕΙ ΣΤΗΝ ΚΟΛΑΣΗ ΤΗΣ.
Ο παναιρετικός
ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ (ΠΑΝΘΡΗΣΚΕΙΑ)
Το ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ
ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΕΚΚΛΗΣΙΩΝ
Η ίδρυσις
του «Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών»
( ΠΣΕ ). «Η Α’ Γενική Συνέλευσις του
ΠΣΕ, κατόπιν των αναλόγων προετοιμασιών, συνεκλήθη εις την πόλιν Άμστερνταμ της
Ολλανδίας από της 22ας Αυγούστου μέχρι της 4ης Σεπτεμβρίου 1948».
Κατ’ αυτήν «εγένετο δεκτή η ίδρυσις του ΠΣΕ, εψηφίσθησαν το Καταστατικόν, οι
Κανόνες και οι Κανονισμοί, οίτινες διέπουν την λειτουργίαν του ιδρυθέντος
οργανισμού». (…)
«Δια πρώτην φοράν εις την ιστορίαν
Εκκλησίαι, Ομολογίαι και Ομάδες παντοίων αποχρώσεων συνήρχοντο επί το αυτό και
ίδρυον ένα παγκόσμιον εκκλησιαστικόν οργανισμόν με καθωρισμένον σκοπόν και
ωρισμένας αρχάς» (Β.
Σταυρίδου, ενθ’ ανωτ. σ. 74,76). (…) Το Συνέδριον τούτο «φέρει χαρακτήρα
ιδρυτικόν» και «συνιστά μίαν απαρχήν» (Β. Σταυρίδου, ενθ’ ανωτ. σ. 80), δια την
περαιτέρω οικουμενιστικήν κίνησιν
και δράσιν των αιρετικών ανά τον κόσμον.
(…) Αι
«εκκλησίαι», κατά το ΠΣΕ, είναι ηνωμέναι, διότι έχουν την ενότητα ως «δώρον
Θεού». Όπως, κατά την αγγλικανικήν θεωρίαν
των κλάδων, αι «εκκλησίαι» έργον έχουν να εκδηλώσουν την ουσιαστικήν
ενότητά των, δια της κατορθώσεως ενότητος και εις τα επουσιώδη, ούτω και κατά
το ΠΣΕ. Και κατ’ αυτό, αι «εκκλησίαι» οφείλουν να εκδηλώσουν την ενότητά των
«εν τω έργω και εν τη ζωή» !
(…)
«Καλούμεν τας απανταχού Εκκλησίας να υπογράψωσι και εκτελέσωσι την διαθήκην
αυτήν εν ταις προς αλλήλας σχέσεσιν αυτών» (Παρά Β. Σταυρίδη, Ιστορία της
Οικουμενικής Κινήσεως, σ. 78). Τοιουτοτρόπως, πάσαι αι αιρέσεις και αι κατά τόπους Ορθόδοξαι Εκκλησίαι καλούνται να
μετάσχουν του ΠΣΕ και δι αυτού να ενωθούν εις μίαν νέαν κοινωνίαν ποικίλων
ιδεών και θρησκευτικών αντιλήψεων, κακοδόξων και ορθοδόξων ή και αλλοθρήσκων…».
(…)
Το (προτεσταντικόν τούτο συμβούλιον) Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών ενδιαφέρεται
όχι δια
την αληθινήν χριστιανικήν ενότητα, «την ενότητα της πίστεως», αλλά δια
την εξωτερικήν διοικητικήν ενότητα, δια τας σχέσεις κοσμικής συνεργασίας
και δια τας συνελεύσεις προς συζητήσεις και κοινάς αποφάσεις, ασχέτως της
ορθοδόξου πίστεως. Σκοπός αυτού δεν
είναι η μετάνοια και επιστροφή των αιρετικών εις την υπάρχουσαν Ορθόδοξον
Εκκλησίαν του Κυρίου, αλλά η υπαγωγή
τούτων εις την οικουμενιστικήν «εκκλησίαν». Επί πλέον, σκοπός του ΠΣΕ είναι
κατά βάσιν η διάλυσις της Ορθοδόξου Εκκλησίας και, αντ’ Αυτής, η σύστασις της
παναιρετικής οικουμενιστικής κοινωνίας.
(…) «Αι Εκκλησίαι – μέλη του ΠΣΕ – αναγνωρίζουν
εν άλλαις Εκκλησίαις στοιχεία της αληθούς Εκκλησίας» ! Αι «εκκλησίαι» αύται
καλούνται «ν’ άρξωνται σοβαράς συνδιαλέξεως μετ’ αλλήλων, εν τη ελπίδι, ότι τα
στοιχεία ταύτα της αληθείας θα οδηγήσουν
εις την αναγνώρισιν της όλης αληθείας και εις την ενότητα βασιζομένην επί της
όλης αληθείας». Κατά την εν λόγω
κακόδοξον δήλωσιν, ουδεμία εκκλησία είναι Εκκλησία «εν τη πλήρει και αληθεί
έννοια της λέξεως». (…)
Κατά το ΠΣΕ, ουδεμία εκκλησία είναι
πλήρης και αληθής, πάσαι δε αι υπάρχουσαι εκκλησίαι υπολείπονται της αληθινής
Εκκλησίας. Συνεπώς, η Ορθόδοξος Εκκλησία δεν είναι η αληθής Εκκλησία !!!
(…) Ο Οικουμενισμός ασεβεί προς τον Θεόν,
αθετεί την Εκκλησίαν, αρνείται την χριστιανικήν πίστιν, συντάσσεται μετά του
κόσμου και του άρχοντος αυτού διαβόλου, και οδηγεί τους ανθρώπους εις αιωνίαν
απώλειαν.
Η απιστία αποτελεί βάσιν του
Οικουμενισμού. Ο
Οικουμενισμός δεν βασίζεται επί της ορθοδόξου
χριστιανικής πίστεως, αλλά επί
της απιστίας. Η απιστία αυτού εκδηλούται τριττώς. Ως αποσιώπησις της πίστεως και αποφυγή των συζητήσεων επί δογματικών
ζητημάτων, ως μινιμαλιστική μείωσις των απαιτήσεων της πίστεως, και
ως απροκάλυπτος απόρριψις θείων
αληθειών.
(…) Ο Οικουμενισμός αρνείται το θείον δόγμα
περί της Ορθοδόξου Εκκλησίας, ίνα στήση την ιδίαν αυτού ψευδοδιδασκαλίαν
περί της οικουμενιστικής του «εκκλησίας», η οποία είναι αντι- εκκλησία. Ο Οικουμενισμός είναι αρνητής και εχθρός
της Εκκλησίας του Θεού, πας δε
συντασσόμενος μετ’ αυτού τοποθετείται εκτός της Εκκλησίας του Κυρίου και εις θέσιν πολεμίου προς Αυτήν. Δια
τούτο ακούει παρά του Κυρίου: «τι με
διώκεις;» (Πρ. θ’,4). (…) Ο Οικουμενισμός τα του κόσμου φρονεί, τα του
κόσμου αγαπά και τα του κόσμου υιοθετεί, όχι τα του Θεού και της Εκκλησίας. Η ενότης του Οικουμενισμού δεν είναι η
χρισταινική ενότης, αλλά η κοσμική. (…) Η οικουμενιστική ενότης δεν είναι η
ενότης της πίστεως, αλλ’ η ενότης της συμπεφωνημένης απιστίας της σιγής. (…) Η οικουμενιστική ενότης δεν είναι η ενότης του
Κυρίου, αλλ’ η ενότης του κόσμου, η οποία αντιστρατεύεται εις την χριστιανικήν
ενότητα και την καταλύει, δια της αθετήσεως της γενεσιουργού αιτίας ταύτης,
ήγουν της πίστεως.
Η ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΤΟΥ 1920
Η πατριαρχική αύτη Εγκύκλιος του 1920
ενέχει μεγίστην σημασίαν, δια την στροφήν του Οικουμενικού Πατριαρχείου προς
τον Οικουμενισμόν.
Αναγνωρίζει τας απανταχού «χριστιανικάς» αιρέσεις ως «Εκκλησίας του Χριστού»,
όπως και ο Οικουμενισμός. Τονίζει ασυστόλως,
ότι η «προσέγγισις προς αλλήλας και κοινωνία» των τοιούτων «Χριστιανικών
Εκκλησιών» «δεν αποκλείεται υπό των υφισταμένων μεταξύ αυτών δογματικών
διαφορών». Τουναντίον, «τα μάλα εστίν ευκταία και αναγκαία και πολλαχώς
χρήσιμος εις τε το καλώς εννοούμενον συμφέρον εκάστης των επί μέρους Εκκλησιών
και του όλου χριστιανικού σώματος και εις παρασκευήν και διευκόλυνσιν της
πλήρους… ενώσεως». (…)
Η «γνώμη»
και αι «σκέψεις» του Οικουμενικού Πατριαρχείου εν τη Εγκυκλίω είναι: Να παύση ο
προσηλυτισμός μεταξύ των «ομοθρήσκων» «χριστιανικών ομολογιών». Να «αναζωπυρωθή
και ενισχυθή προ παντός η αγάπη μεταξύ των Εκκλησιών, μη λογιζομένων αλλήλας ως
ξένας και αλλοτρίας, αλλ’ ως συγγενείς και οικείας εν Χριστώ και συγκληρονόμους
και συσσώμους της επαγγελίας του Θεού εν Χριστώ» ! Χάριν αναζωπυρώσεως της
αγάπης ταύτης και φιλίας μεταξύ των «Εκκλησιών» προτείνονται τα εξής: Η παραδοχή «ενιαίου ημερολογίου προς
ταυτόχρονον εορτασμόν των μεγάλων χριστιανικών εορτών υπό πασών των Εκκλησιών».
Η ανταλλαγή αδελφικών γραμμάτων. Η οικειοτέρα συσχέτησις «των εκασταχού
ευρισκομένων αντιπροσώπων των διαφόρων Εκκλησιών». Η επικοινωνία «των
Θεολογικών Σχολών και των αντιπροσώπων της Θεολογικής Επιστήμης» και η
ανταλλαγή «των εν εκάστη Εκκλησία εκδιδομένων θεολογικών και εκκλησιαστικών περιοδικών
και συγγραμάτων». Η αποστολή «νέων χάριν σπουδών από της μιας εις τας σχολάς
της άλλης Εκκλησίας». Η συγκρότησις «παγχριστιανικών συνεδρίων προς εξέτασιν
ζητημάτων κοινού πάσαις ταις Εκκλησίαις ενδιαφέροντος». Η απαθής «και επί το
ιστορικώτερον» εξέτασις «των δογματικών διαφορών από της έδρας και εν ταις
συγγραφαίς». Δηλαδή η εξέτασις τούτων
άνευ διαφέροντος πίστεως και ως ζητημάτων, τα οποία ανήκουν εις το παρελθόν!
Επίσης προτείνονται, ο σεβασμός «των κρατούντων εν ταις διαφόροις Εκκλησίαις
ηθών και εθίμων». Η παροχή «αμοιβαίως ευκτηρίων οίκων και κοιμητηρίων». Ο
διακανονισμός «του ζητήματος των μικτών γάμων» και η αμοιβαία υποστήριξις «των
Εκκλησιών εν τοις έργοις της θρησκευτικής επιρρώσεως, της φιλανθρωπίας και τοις
παραπλησίοις». Τέλος προτείνεται η ίδρυσις της κοινωνίας των «Εκκλησιών», κατά
το παράδειγμα της «Κοινωνίας των Εθνών», η οποία ιδρύθη το αυτό έτος, 1920, και
τονίζεται η χρησιμότης, την οποίαν έχει «η ανύποπτος» «συνάφεια» «των
Εκκλησιών» ! (Εγκύκλιος του 1920 του Οικουμενικού Πατριαρχείου «προς τας
απανταχού Εκκλησίας του Χριστού», παρά Β. Σταυρίδη, Ιστορία της Οικουμενικής
Κινήσεως, σ. 127-131).
Δια των ανωτέρω, το Οικουμενικόν
Πατριαρχείον κηρύσσει πλέον τον Οικουμενισμόν απροκαλύπτως και γυμνή τη κεφαλή. Η κακοδοξία της θεωρίας των κλάδων,
καθ’ ην πάσαι αι αιρέσεις είναι χριστιανικαί Εκκλησίαι, γίνεται αποδεκτή, ως
δηλούν αι φράσεις, «προς απανταχού Εκκλησίας του Χριστού» «και των εν τη Δύσει
και απανταχού σεβασμίων Χριστιανικών Εκκλησιών», ως και η προτροπή, όπως
αιρέσεις και Ορθόδοξαι Εκκλησίαι θεωρούν αλλήλας «συγγενείς και οικείας εν
Χριστώ και συγκληρονόμους και συσσώμους της επαγγελίας του Θεού εν Χριστώ»! Η Οικουμενιστική κακοδοξία περί συνεργασίας
και κοινωνίας των «εκκλησιών», παρά τας υφισταμένας δογματικάς διαφοράς, διδάσκεται,
δια του ισχυρισμού, ότι δήθεν η ανύποπτος «προσέγγισις» και «κοινωνία» των
«Εκκλησιών» «δεν αποκλείεται υπό των υφισταμένων μεταξύ αυτών δογματικών
διαφορών» ! Η οικουμενιστική περιφρόνησις προς τα δόγματα απηχείται, δια
του χαρακτηρισμού των δογματικών διαφορών, λόγω των οποίων εματαιώθη
παλαιότερον η ένωσις, ως «παλαιών προκαταλήψεων και έξεων… και … αξιώσεων» και
δια των συστάσεων περί απαθούς δήθεν, δηλαδή άνευ πίστεως, εξετάσεως αυτών! Η
οικουμενιστική κακοδοξία, καθ’ ην προτάσσεται η «αγάπη» και επιτάσσεται η
πίστις, επί καταλύσει, ως φυσικόν, της πίστεως, διδάσκεται δια της προτάσεως,
όπως «αναζωπυρωθή και ενισχυθή προ παντός η αγάπη μεταξύ των Εκκλησιών» ! Η οικουμενιστική εξομοίωσις των «Εκκλησιών»
συνιστάται, δια της προτάσεως περί «παραδοχής ενιαίου ημερολογίου». Η
οικουμενιστική συνύπαρξις κακοδόξων και ορθοδόξων εντύπων, προβάλλεται, δια της
προτάσεως περί «ανταλλαγής των εν εκάστη Εκκλησία εκδιδομένων θελολογικών και
εκκλησιαστικών περιοδικών και συγγραμάτων».
Πηγή: Η
ΑΙΡΕΣΙΣ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΥ, Α. Δ. ΔΕΛΗΜΠΑΣΗ, ΑΘΗΝΑΙ 1972
Η
ΠΑΡΕΚΚΛΗΣΙΣ ΤΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ ΕΝ ΤΗ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ
Η αντιθεολογική σιωπή πλείστων
θεολόγων.
Ως «μέγα τι θηρίον εξήλθεν επί γης η αίρεσις
αύτη» (Μ. Αθανασίου, ΒΕΠΕΣ, 31, 243) του
Οικουμενισμού. Το «θηρίον» τούτο εισήλθεν εις την μάνδραν των κατά τόπους
Ορθοδόξων Εκκλησιών, όπου κατασπαράσσει ποιμένας και πρόβατα, αρχίζον από των
κεφαλών. Αι παναιρετικαί οικουμενιστικαί
διδασκαλίαι και καινοτομίαι κλυδωνίζουν την Ορθόδοξον Εκκλησίαν, ως άλλα «κύματα άγρια θαλάσσης επαφρίζοντα τας εαυτών
αισχύνας» (Ιούδ. 13). Όπως επί της εποχής του Μ. Βασιλείου, ούτω και
σήμερον η Ορθοδοξία συγκλονείται εκ θεμελίων και αι Ορθόδοξαι Εκκλησίαι
κινδυνεύουν να καταποντισθούν αύτανδροι εις τα πικρά και θανατηφόρα ύδατα της οικουμενιστικής ψευδοδοξίας. Όντως, ο
«σάλος ούτος των Εκκλησιών τίνος ουκ έτσι θαλασσίου κλύδωνος αγριώτερος; Εν ω
παν μεν όριον Πατέρων κεκίνηται, πας δε θεμέλιος και ει τι οχύρωμα δογμάτων
διασαλεύεται. Κλονείται δε πάντα και κατασείεται σαθρά τη βάσει επαιωρούμενα»
(Μ. Βασιλείου, PG. 32, 212-213).
Γεννάται το
ερώτημα: Τοσούτου μεγάλου κινδύνου επιστάντος εις την Εκκλησίας, ποίαν στάσιν τηρούν οι θεολόγοι;
Δυστυχώς πλείστοι κληρικοί και λαϊκοί θεολόγοι παραμένουν άπρακτοι, ως να υπνώττουν, ή συσχηματίζονται προς την
οικουμενιστικήν κακοτροπίαν,
υποκύπτοντες συν τω χρόνω εις ταύτην, προ παντός δια της συνηθείας. Εις
στρατιάν σιγώντων θεολόγων μετεβλήθησαν ούτοι, αν και εκλήθησαν παρά Θεού εις
τον αντιαιρετικόν πόλεμον, υπέρ πίστεως και της επουρανίου πατρίδος. Σιγούν ούτοι, αν και απεδέχθησαν την
ουρανίαν ταύτην κλήσιν, ως δηλοί η θεολογική των ιδιότης. Ενώ έργον των
έχουν να ομιλούν περί Θεού «έμπροσθεν των
ανθρώπων» (Ματθ. ι’, 33), ομολογούντες τον Υιόν του Θεού προς σωτηρίαν
αυτών, σιωπούν έμπροσθεν των
ανθρώπων και δη καθ’ ην στιγμήν ο Κύριος
της δόξης βλασφημείται και η Εκκλησία Αυτού καταπατείται παρά της
αποθρασυνθείσης παναιρέσεως. Καίτοι έργον της ζωής των είναι να αγωνίζονται
«τον καλόν αγώνα της πίστεως» (1 Τιμ.
στ’, 12) εναντίον πάσης αιρέσεως και υπέρ της Εκκλησίας και της εν Χριστώ ζωής
των ανθρώπων, συσχηματίζονται τω αιώνι
τούτω, προτιμώντες τον άμαχον βίον, κοσμικής φιλοτιμίας ή και «ωφελείας
χάριν» (Ιουδ. 16). Ενώ επιβάλλεται να λαλούν τους φερομένους δια των αγίων
Πατέρων μέχρις ημών θείους λόγους, «εν τη
γενεά ταύτη τη μοιχαλίδι και αμαρτωλώ» (Μάρ. η’, 38), πολλοί εξ αυτών προτιμούν να διδάσκουν μάλλον λόγους
ανθρώπων, ενασμενίζοντες περί την λεγομένην κοινωνιολογίαν, ψυχολογίαν,
ανθρωπολογίαν κ.ά.τ.
Τοιουτοτρόπως
ανταλλάσσουν την θείαν επιστήμην της όντως Θεολογίας, δια της ανθρωπίνης
επιστήμης των πραγμάτων του κόσμου, καταλύοντες
εν εαυτοίς την θείαν αυτών αποστολήν (Ιω. ιζ’, 18). Εγκαταλείπουν την «σοφίαν
του Θεού», την «εν μυστηρίω, την αποκεκρυμμένην, ην προώρισεν ο Θεός προ των
αιώνων εις δόξαν ημών, ην ουδείς των αρχόντων του αιώνος τούτου έγνωκεν», και
λαλούν «σοφίαν» «του αιώνος τούτου» και «των
αρχόντων του αιώνος τούτου των καταργουμένων» (1 Κορ. β’, 6-8). Τις λοιπόν
ο λόγος της θλιβεράς ταύτης παρατροπής;
Πηγή: Η
ΑΙΡΕΣΙΣ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΥ, Α. Δ. ΔΕΛΗΜΠΑΣΗ, ΑΘΗΝΑΙ 1972, Κεφάλαιον Δ’,
Παρέκκλισις και Μετάνοια, σ.σ. 288-289.