Γράφει ο Μάριος Νοβακόπουλος*
ΑΡΧΕΣ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ ΤΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
Με τον αυτοκράτορα ύπατο μονάρχη και τον πατριάρχη κορυφαίο
ποιμένα ψυχών, το Βυζαντινό κράτος φυσικά θεωρείτο το κέντρο του κόσμου.
Η κληρονομιά της Ρώμης αφ’ εαυτή θα μπορούσε να δικαιολογήσει μία τέτοια
αντίληψη, όμως η έλευση του χριστιανισμού ενέδυσε την ιδεολογία της υπεροχής με
έναν μεταφυσικό μανδύα. «Το Κράτος των Ρωμαίων ου καταλυθήσεται, θα
μείνει αλώβητον ανά τους αιώνας, ως πρώτον πιστεύσαν εις τον Δεσπότην Χριστόν»
έγραφε ο μοναχός Κοσμάς ο Ινδικοπλεύστης τον 6ο αιώνα, εκθέτοντας λιτά την
υπερηφάνεια της ρωμαϊκής παντοδυναμίας και την αυτοπεποίθηση της θείας
ευνοίας. Τρεις αιώνες αργότερα, όταν ο Κωνσταντίνος-Κύριλλος αποπειράθηκε
να ευαγγελίσει τους Χαζάρους, είπε μιλώντας για το Βυζάντιο: «Στη Γη υπάρχει
μόνο ένα αληθινό βασίλειο, που έχει για πρότυπο και υπόδειγμα την ουράνια
βασιλεία, αυτό που ποτέ δεν θα καταλυθεί».
Η μοναδικότητα της Βυζαντινής αυτοκρατορίας έγκειτο στη
μίμηση της θείαςτάξεως. Η θέση του αυτοκράτορος μέσα στην αυλή του, το
κράτος του και την υφήλιο ελάμβανε ως πρότυπο την ουράνια τάξη του Χριστού εν
μέσω των αγγέλων, των δικαίων και όλης της Κτίσεως, σχήμα που αποτυπώνεται
(αλλά δεν περιορίζεται) στην αντίληψη «ένας Θεός στους ουρανούς, ένας βασιλεύς
στη Γη», δημοφιλή στη χριστιανική φιλολογία ήδη από τον καιρό του Μ.
Κωνσταντίνου. Ο αυτοκράτορας κυβερνούσε το κράτος του (και τον κόσμο κατ’
επέκτασιν) βάσει της αρχής της «οικονομίας». Οικονομία στη
βυζαντινή-ορθόδοξη σκέψη ονομαζόταν η διευθέτηση των πραγμάτων σε έναν κόσμο
όπου ναι μεν πρέπει να πραγματώνεται η δικαιοσύνη του Χριστού, όμως οι
δυσκολίες που προκαλούσε η αμαρτία και η φθαρτή ανθρώπινη φύση επέβαλαν την
αναζήτηση συμβιβασμών, εξισορροπήσεων και του μικροτέρου αναγκαίου κακού, ώστε
να σώζεται και να διατηρείται η αυτοκρατορία και η Εκκλησία. Η ίδια η
αυτοκρατορία (και ο στρατός της, τα δικαστήρια, οι φυλακές, όλες οι ανθρώπινες
εξουσίες κτλ) υπήρχε «κατ’ οικονομίαν», δηλαδή δε συμπεριλαμβάνονταν στο σχέδιο
το οποίο είχε ο Θεός προορίσει για την ανθρωπότητα, αλλά λόγω της Πτώσεως είχε
καταστεί απαραίτητη για το βίο και τη σωτηρία των ανθρώπων.
Υπηρετώντας λοιπόν τη θεία οικονομία και μιμούμενος την
ουράνια τάξη, ο αυτοκράτορας όφειλε να συντηρεί και να προάγει την
ειρήνη. Πέραν τον πρακτικών αναγκών, αυτή η αντίληψη συνέβαλε στην
εξειδίκευση των Βυζαντινών στη διπλωματία. Διαπραγματευόμενος με τους
Σασσανίδες Πέρσες, ο απεσταλμένος του Ιουστινιανού Ιωάννης Πατρίκιος δηλώνει:
«Μολονότι έχουμε σίγουρη την νίκη, επιλέγουμε την ειρήνη,
γιατί πιστεύουμε ότι οι νικητές ζουν κάκιστα και υποφέρουν από τα δάκρυα που
χύνουν οι νικημένοι».
Ο πόλεμος ήταν καταφύγιο εσχάτου ανάγκης και καθήκον που οι
χριστιανοί έπρεπε να αναλαμβάνουν «βαριά τη καρδία». Όπως αναφέρει ο
Runciman, «ο πόλεμος κατά των απίστων είναι οικτρός και εναντίον αδελφών
χριστιανών διπλά ολέθριος». Όπου επικρα-τεί η pax byzantina
(βυζαντινή ειρήνη), εκεί συνδυάζεται η ειρήνη της αρτιότερης ανθρώπινης
οργανώσεως (pax romana) και η ειρήνη της Αγάπης και της Κυριότητας του Χριστού
(pax christiana).
ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΟΠΟΛΙΤΕΙΑ
Η διπλωματία ως συστηματική, επιστημονική σχεδόν διαδικασία
αναπτύχθηκε πρώτη φορά στο Βυζάντιο. Αντιλαμβανόμενοι πως η αυτοκρατορία
δεν είχε τη δύναμη να επιβάλλεται μονίμως στρατιωτικά στους εχθρούς, οι
Βυζαντινοί κατέστησαν δεξιοτέχνες στην πολιτική αντιμετώπιση των εξωτερικών
ζητημάτων. Κεντρική θέση στην αυλική γραφειοκρατία είχε το «Λογοθέσιον
του Δρόμου», η υπηρεσία υποδοχής ξένων απεσταλμένων η οποία αναπτύχθηκε σε ένα
πρώιμο, με τα σημερινά δεδομένα, υπουργείο εξωτερικών. Ωθούμενη από τις
ιδεολογικές αφετηρίες της χριστιανικής ειρήνης και της πρακτικής αναγκαιότητος
για οικονομία δυνάμεων, η βυζαντινή διπλωματία διαχειριζόταν με κάθε μέσο τις
πολυάριθμες γειτονικές δυνάμεις προς όφελος του αυτοκρατορικού
συμφέροντος. Η βυζαντινή διοίκηση είχε στη διάθεση της ένα ευρύ δίκτυο
πληροφοριών και άρτια γνώση για τον πολιτισμό, τις αντιλήψεις και την πολιτική
κατάσταση των γύρω κρατών. Η αυλική εθιμοτυπία για την υποδοχή
απεσταλμένων και ηγεμόνων στην Κωνσταντινούπολη συνοδευόταν από ευφάνταστες
προσπάθειες εντυπωσιασμού μέσω της επιδείξεως πλούτου και μεγαλοπρέπειας.
Πολλές φορές η αυτοκρατορία έστελνε ακριβά δώρα ή χρήματα σε ξένους ηγέτες για
να εξασφαλίσει την ειρήνη ή τη συνεργασία. Τα βασιλικά συνοικέσια ήταν
συχνά, καθώς οι Βυζαντινές πριγκίπισσες έφερναν στις νέες πατρίδες τους τις
συνήθειες και τον πολιτισμό της Κωνσταντινουπόλεως, μαζί με τα προφανή άμεσα
οφέλη μίας συμμαχίας επισφραγισμένης με γάμο. Γόνοι βασιλικών οίκων
προσκαλούντο στην Κωνσταντινούπολη ώστε να ανατραφούν μέσα στο βυζαντινό
περιβάλλον και να διαμορφώσουν την αντίστοιχη συνείδηση. Ως ένδειξη
αναγνωρίσεως της φιλίας και των υπηρεσιών τους, ξένοι ηγέτες ελάμβαναν αξιώματα
της βυζαντινής αυλής, με τυπικότερο παράδειγμα τον βασιλέα των Βουλγάρων που
έφερε το βαρύτιμο τίτλο του καίσαρος, εξ ου και «τσάρος». Σε συμμαχικές
χώρες συνέρρεαν Βυζαντινοί τεχνίτες, καλλιτέχνες και ιεραπόστολοι, με στόχο να
βοηθήσουν τις λειτουργίες του τοπικού κράτους, να ανυψώσουν τον πολιτισμό του
και να διαδώσουν τον Ορθόδοξο χριστιανισμό.
Η θρησκευτική διπλωματία
υπήρξε από τους σημαντικοτέρους και πλέον αποτελεσματικούς άξονες της
βυζαντινής πολιτικής: αν και ο ευαγγελισμός δε μεταφραζόταν απαραιτήτως
σε μόνιμη συμμαχία και ειρήνη, έθετε τη νεοφώτιστη χώρα αμετακλήτως στη
βυζαντινή πολιτιστική και εκκλησιαστική σφαίρα, με εξαιρετικά μακροπρόθεσμες
συνέπειες για τις διμερείς σχέσεις. Αυτή η σφαίρα επιρροής, που
όριζε ουσιαστικά την έκταση της βυζαντινορθοδόξου οικουμένης, συνιστούσε αυτό
που αποκαλείται «Βυζαντινή Κοινοπολιτεία».
Γράφει ο Dimitri Obolensky, επινοητής του όρου:
«Ως το έτος 1000 είχε δημιουργηθεί… μια κοινό-τητα κρατών
και εθνών, οποία εκτεινόταν απ’ τον Κόλπο της Φινλανδίας ως τη Νότια
Πελοπόννησο, κι απ’ την Αδριατική ως τον Καύκασο, κι όλα τους – σε διαφορετικό
βαθμό το καθένα – όφειλαν πίστη στη Βυζαντινή Εκκλησία και αυτοκρατορία».
Εξωτερικά, το Βυζάντιο συνέθετε ένα δίκτυο πίστεως και
επικυριαρχίας, μία ιεραρχία εξουσίας που κατέληγε στον ίδιο τον
αυτοκράτορα. Ο αύγουστος προΐστατο όλων των βασιλέων της Γης ως ο πατέρας
μίας μεγάλης οικογενείας. Κάτω από αυτόν κατατάσσονταν τα έθνη και
οι ηγεμόνες αναλόγως με την ισχύ τους, την αρχαιότητα του πολιτισμού τους και
το βαθμό των σχέσεων τους με το Βυζάντιο. Για παράδειγμα ο Γερμανός
αυτοκράτορας προσφωνείτο «αδελφός» στην επίσημη αλληλογραφία. Ο τσάρος των
Βουλγάρων από την άλλη αποκαλείτο «υιός», ενώ δευτερευούσης σημασίας
ηγεμονίσκοι και άρχοντες αρκούντο στο χαρακτηρισμό «φίλοι» ή και
«δούλοι». Στη βυζαντινή σφαίρα επιρροής ανήκαν κράτη και φυλές της
κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης (ιδίως Σλάβοι), των Βαλκανίων και του
Καυκάσου, όπως και αρκετές πόλεις της Ιταλίας (Βενετία, Αμάλφι κ.α.).
Πέρα από το πλαίσιο της Βυζαντινής Κοινοπολιτείας απλωνόταν η βαρβαρότητα, η
«ακοσμία των ανιδρύτων εθνών». Αυτό βέβαια δε σημαίνει ότι οι Βυζαντινοί
δεν έτρεφαν ισχυρά αισθήματα ανωτερότητος προς όλα τα έθνη, εντός ή εκτός της
οικουμενικής τάξεως τους.
Καθώς το δίκτυο της βυζαντινής κυριαρχίας δε ήταν μόνο
αυτοκρατορικό και ιεροπρεπές αλλά και οικογενειακό, η παρέκβαση από αυτό δε
νοείτο απλώς ως εχθρότητα αλλά ως ανταρσία του χειρίστου είδους. Ενώ οι
Βυζαντινοί έκαναν πολύ συχνά ανταλλαγές αιχμαλώτων με τους Άραβες, ο Βασίλειος
Β’ επεφύλαξε σε χιλιάδες Βουλγάρους την τύφλωση μετά τη μάχη στο Κλειδί
(1014). Αυτό έγινε, πέραν προφανών λόγων ψυχολογικού πολέμου και
παραδειγματισμού, διότι οι Βούλγαροι δε θεωρούντο ξένο, επιτιθέμενο κράτος,
αλλά άπιστοι υπήκοοι που είχαν εξεγερθεί εναντίον της βυζαντινής τάξεως και
υφίσταντο την ποινή του προδότου.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Γιατί το Βυζάντιο (Ε. Γλύκατζη-Αρβελέρ)
Η πολιτική ιδεολογία της Βυζαντινής αυτοκρατορίας (Ε.
Γλύκατζη-Αρβελέρ)
Η Βυζαντινή Κοινοπολιτεία-Η Ανατολική Ευρώπη, 500-1453 (D.
Obolensky)
Σεμινάρια περί Βυζαντινής διπλωματίας (Συλλογικό, Εθνικό
Ίδρυμα Ερευνών)
*φοιτητής διεθνών, ευρωπαϊκών και περιφερειακών σπουδών (mnovakopoulos.blogspot.gr)